Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Γιώργος Βαλσάμης- ekklhsiolo/ia

Γιώργος Βαλσάμης

Πηγές του δυτικού μοναχισμού στον 4ο και τον 5ο αιώνα μ.Χ.


Εισαγωγικό διάγραμμα

Το κείμενο έχει γραφεί ειδικώς για την Μυριόβιβλο.




ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ τοῦ ὀργανωμένου χριστιανικοῦ μοναχισμοῦ ἔχει προκαλέσει πολλὲς συζητήσεις. Στὴ 18η Collatio τοῦ ἁγίου Ἰωάννη Κασσιανοῦ ὁ ἀββᾶς Πιαμοὺν ἐπικαλεῖται τὸ ὑπόδειγμα τῆς πρώτης ἀποστολικῆς κοινότητας τῶν Ἱεροσολύμων (σύνδεση πολὺ συχνὴ στοὺς ἀσκητικοὺς συγγραφεῖς), διαπιστώνοντας, ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ ἐπίσκοποι (ecclesiae principes) ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ πρότυπο ἐκεῖνο καί, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἐπιείκεια, ποὺ οἱ ἀπόστολοι ἔδειξαν πρὸς τὰ ἔθνη, κατέλυσαν τὴν ἀρχὴ τῆς ἀκτημοσύνης. Ὅσοι θέλησαν νὰ συνεχίσουν τὴν αὐστηρὴ χριστιανικὴ ζωὴ ἐγκατέλειπαν σταδιακὰ τὶς πόλεις καὶ διαχώριζαν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὸ χλιαρὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν. Δὲν παντρεύονταν καὶ δὲν διατηροῦσαν ἐπαφὴ μὲ τοὺς συγγενεῖς. Ἔτσι προέκυψε ἡ κοινοβιακὴ ἄσκηση. Γιὰ τὴν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς τους καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν κόσμο ὀνομάστηκαν μοναχοὶ ἢ μονάζοντες, ἐνῶ γιὰ τὴ μεταξύ τους συναναστροφὴ ὀνομάστηκαν κοινοβιάτες.(1)῾Η ἐξήγηση τοῦ ἀββᾶ Πιαμοὺν διαφέρει ἀπὸ ἐκείνη ποὺ παρέχει ὁ Κασσιανὸς στὸ δεύτερο βιβλίο τῶν Θεσμῶν, κατὰ τὸ ὅτι φαίνεται νὰ ἀποδίδει τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ὑποτιθέμενη παρακμὴ τοῦ χριστιανικοῦ πνεύματος στὴν τακτικὴ τῶν ἀποστόλων ἀπέναντι στὰ ἔθνη. Ἐπιπλέον, στὸ δεύτερο βιβλίο τῶν Θεσμῶν ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ἔτσι ὅπως ἀναπτύχθηκε κατὰ τὴν πατερικὴ περίοδο, θεωρεῖται ἀνώτερη ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ὑποδειγματικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων.(2)

῾Η θεωρία τοῦ Κασσιανοῦ θυμίζει ὁρισμένες σύγχρονες ἀπόψεις, κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ γένεση τοῦ μοναχισμοῦ θὰ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ στὴν αὔξουσα ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν. Ὅμως, στὴν ἐξήγηση τοῦ Κασσιανοῦ ὁ μοναχισμὸς ἀποτελεῖ τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν χριστιανικὸ βίο, καὶ ὡς τέτοιος θὰ ἦταν ἀδύνατον νὰ προκύψει αἰφνιδίως τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα καὶ μάλιστα ὡς ἀρνητικὸ φαινόμενο. Καὶ στὸν Κασσιανὸ ἡ γένεση τοῦ μοναχισμοῦ ἔχει ἐν μέρει ἀρνητικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι δευτερογενής· πρωταρχικὰ καὶ θετικὰ θεμελιώνεται στὴ ζωὴ τῆς ἀρχαίας χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη χαρακτηριστικώτερη εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, στὸν ὁποῖο δὲν φαινόταν καθόλου παράδοξο νὰ ὑπάρχει χριστιανικὸ κοινόβιο τὸν 1ο αἰώνα μ.Χ., ὅταν ὡς τέτοιο περιέγραφε τὴν ἑβραϊκὴ κοινότητα τῶν θεραπευτῶν, στὴν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Φίλων. Τὸ πιθανώτερο εἶναι, πὼς ὁ Εὐσέβιος δὲν προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ ἱστορικὰ ἐρείσματα γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο τῆς ἐποχῆς του, διότι ὅταν σχολίαζε τὴ μαρτυρία τοῦ Φίλωνος τὸ κοινοβιακὸ συγκρότημα τοῦ Παχωμίου δὲν ὑπῆρχε.

Εἶναι γνωστό, πὼς ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου ὑπῆρχε ὅρκος τῶν παρθένων καὶ τῶν χηρῶν,
(3) ὁ ὁποῖος, τοὐλάχιστον κατὰ τὸν τρίτο αἰώνα μ.Χ., δινόταν ἐνώπιον τοῦ ἐπισκόπου.(4) Εἶναι γνωστή, ἐπίσης, ἡ ἔμφαση τῶν Πατέρων στὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν παρθενία. Ὁ Ἱερώνυμος, στὴν περίφημη ἀσκητικὴ ἐπιστολὴ 22 πρὸς τὴν παρθένο Εὐστόχιο, τονίζει τὴ σημασία τοῦ Τερτυλλιανοῦ, τοῦ Κυπριανοῦ, τοῦ Δάμασου καὶ τοῦ Ἀμβρόσιου γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ, ἐπιμένοντας, προφανῶς, στὴ δυτικὴ παράδοση. Στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου πρὸς τὸν Πολύκαρπο βλέπουμε ἴχνη τῆς διαμορφώσεως ἰδιαίτερης ἀσκητεύουσας τάξης μέσα στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἀκόμη βλέπουμε, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν ἐπιλέξει τὴν ὁδὸ τῆς ἀγαμίας συχνὰ θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους ἀνώτερο τοῦ ἐπισκόπου.(5) Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος περιγράφει τοὺς ἀποστόλους ὡς ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τὶς κατὰ κόσμον συγγένειες χάριν τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. ὁ Εἰρηναῖος συνδέει τὴν ἱερατική, τὴν ἀποστολικὴ καὶ τὴν ἀσκητική ἰδιότητα.(6) Ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ συνυπολογίσουμε τὴ σημασία τῶν μαρτύρων στὴ διαμόρφωση τοῦ χριστιανικοῦ μοναχισμοῦ. Στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου ὁ θάνατος θεωρεῖται ὁδὸς ἐλευθερίας πρὸς τὸν Χριστό.(7) Στὸν Εἰρηναῖο θὰ συναντήσουμε ὡς οὐσιῶδες γνώρισμα τοῦ χριστιανοῦ τὸ "μελετᾶν ἀποθνήσκειν".(8) Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰγνατίου, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα ποὺ παρεῖχε ἡ γνωστὴ στιχομυθία μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ νεανίσκου ποὺ ἀναζητοῦσε τὴν τελειότητα, ὁ μοναχισμὸς συνιστοῦσε ἐπιλογή, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ εἶναι ἑκούσιος.(9) Ὅταν ἀκόμη οἱ χριστιανοὶ σφάζονταν ἀπὸ τὴν ἐξουσία δὲν θὰ ἦταν καὶ τόσο εὔκολο νὰ ἔχουμε ἀφοσίωση, καὶ θεσμοθέτηση τῆς ἀφοσίωσης, στὸν πόλεμο νοερῶν δαιμόνων· δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ στάση ποὺ κυρίως θὰ ταίριαζε σὲ περίοδο ὑπομονῆς στὴν πίστη καὶ ὁμολογίας ἐνώπιον ὁρατῶν δαιμόνων. Καὶ πάλι, ὅμως, ἤδη μὲ τὸν Ὠριγένη, ἔχουμε τὴ διάκριση μεταξὺ "ἐν φανερῷ" καὶ "ἐν κρυπτῷ" μαρτυρίου.(10)

Στὴν ἐπιστολὴ 127 περὶ Μαρκέλλας, ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἱερώνυμου στὴ σημασία ποὺ εἶχαν γιὰ τὴ διαμόρφωση τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ οἱ ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ τῶν ἀρειανικῶν ἐρίδων μεταβάσεις ἀνατολικῶν στὴ Δύση καὶ δυτικῶν στὴν Ἀνατολή, προϋποθέτει ἤδη ὑπάρχουσα δυτικὴ ἀσκητικὴ παράδοση καὶ μάλιστα ἀνεξάρτητη τῆς ἀνατολικῆς. Κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες ἡ ἄσκηση καὶ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Δύση ἐκφραζόταν ἰδιωτικῶς, μὲ τὴν παρθενία, τὴν προσευχή, τὶς ἀγαθοεργίες καὶ τὴ νηστεία, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἐγκαταλείπεται ἡ πόλη καὶ οὔτε κἂν ἡ οἰκογένεια.
(11)Κατὰ τὰ μέσα τοῦ 3ου αἰώνα ἦταν συνήθης ἡ ἀπομάκρυνση λίγο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς πόλης ἢ τοῦ χωριοῦ. Ὁ Μ. Ἀντώνιος, σύμφωνα μὲ τὸν Βίο τοῦ Μ. Ἀθανασίου, διῆλθε καὶ ἀπὸ τὰ δύο στάδια.(12) Στὴ Δύση φαίνεται πὼς ἡ ἄσκηση συνέχισε νὰ ἐκδηλώνεται μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο λίγο περισσότερο ἀπ΄ ὅσο σὲ ὁρισμένες περιοχὲς τῆς Ἀνατολῆς. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὴν Ἀνατολή, ἂν θυμηθοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὶς περιοχὲς τοῦ Πόντου, ἡ ἰδιωτικὴ ἄσκηση δὲν ἦταν σπάνιο φαινόμενο. Ὁ Μ. Βασίλειος, ἂν καὶ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴν Αἴγυπτο, ἐπέλεξε μόνος τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, δὲν ἐνετάχθη σὲ κοινόβιο, ἐπιζητοῦσε τὴν συντροφιὰ τοῦ φίλου του Γρηγορίου, συνέταξε μόνος τὸ ἀσκητικό του πρόγραμμα.

ΣΤΗ ΡΩΜΗ τῶν ἀρχῶν τοῦ τετάρτου αἰῶνος, γιὰ ἕνα νέο ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς ἦταν ἰδιαιτέρως ὑποτιμητικὸ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν ἀσκητικὸ βίο, καὶ αὐτὸ συνέβαινε κατὰ τὸ δυνατὸν ἀθόρυβα.
(13) Μετὰ τὶς πληροφορίες ποὺ παρέσχε ὁ Μ. Ἀθανάσιος γιὰ τὸν Ἀντώνιο καὶ τὸν Παχώμιο, οἱ ὣς τότε περιφρονούμενοι ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατία ἀσκητὲς πῆραν δύναμη καὶ θάρρος. Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἀθανάσιος ἔγραφε τὸν Βίο τοῦ Μ. Ἀντωνίου, τριάντα περίπου χρόνια μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ πρώτου κοινόβιου ἀπὸ τὸν Παχώμιο, εἶχαν ἤδη ἀρχίσει νὰ δημιουργοῦνται στὴ Δύση τὰ πρῶτα μοναστήρια(14) καὶ ἀπὸ τὴ Ρώμη ἁπλώθηκαν σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἰταλία.(15) Ὁ πάπας Σῖξτος ὁ 3ος ἵδρυσε ἀνδρῶο μοναστήρι στὸν ἅγ. Σεβαστιανό, ad catacumbas. Τὸ μοναστήρι τῆς ἁγίας Ἁγνῆς στὴ Ρώμη ἱδρύθηκε κατὰ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος.(16) Γνωρίζουμε, ἐπίσης, δύο γυναικεῖα μοναστήρια, ἕνα στὴ Μπολόνια καὶ ἕνα στὴ Βερόνα.(17) Σημαντικὴ ὑπῆρξε ἡ συνεισφορὰ τοῦ Εὐσεβίου ἐπισκόπου Vercelli, ὁ ὁποῖος ἐφάρμοσε ἐμπράκτως τὴ θεωρητικὴ σύνδεση τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου μεταξὺ ἱερωσύνης καὶ ἀσκήσεως, συγκεντρώνοντας κοντά του κληρικοὺς οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν ἀσκητικά, "ut esset in ipsis viris contemptus rerum et accuratio levitarum».(18) Ὁ Εὐσέβιος ἔζησε ἐξόριστος στὴ Σκυθόπολη τῆς Παλαιστίνης καὶ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ τὸ 355 ὣς τὸ 362, καὶ ἐκεῖ γνώρισε τὴν ἀνατολικὴἄσκηση.Κοιμήθηκε τὸ 370.(19) Τὴ στάση τοῦ Εὐσέβιου Vercelli θὰ βροῦμε, ἐπίσης, στὸν ἅγ. Ἀμβρόσιο.(20) Μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς πτωχούς, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενος. Ὁ Ἀμβρόσιος ὑποστήριζε ἕνα ἀνδρῶο μοναστήρι στὴν εἴσοδο τῶν Μεδιολάνων καὶ ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ. Ἦταν τέτοια ἡ ἐπίδρασή του, ὥστε τὸν κατηγόρησαν πὼς θὰ μείωνε τὸν πληθυσμὸ τῆς αὐτοκρατορίας.(21)Ὁ Ἱερώνυμος πίστευε, ὅτι κανένας ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας δὲν εἶχε μιλήσει καλύτερα ἀπὸ τὸν Ἀμβρόσιο γιὰ τὴν παρθενία.(22)

Ἕνας ἄλλος δυτικὸς ἐπίσκοπος, ποὺ συνδύασε τὸν βίο τοῦ ἀσκητῆ καὶ τοῦ κληρικοῦ ἦταν ὁ Παυλῖνος. Καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια τῆς Ἀκουϊτανίας καὶ ὑπῆρξε κυβερνήτης τῆς Καμπανίας. Κατὰ τὸ 409 ἐξελέγη ἐπίσκοπος στὴ Νόλα τῆς Ἰταλίας.
(23) Ὁ ἴδιος ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του monachum, καὶ τὴν κατοικία του monasterium.(24) Τόνισε ἰδιαιτέρως τὴν ἀρετὴ τῆς πτωχείας.

Ὁ Ἱλάριος, ἐπίσκοπος Poitiers, παρέμεινε στὴν Ἀνατολὴ ἀπὸ τὸ 356 ὣς τὸ 360.
(25) Γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ, ἐκτιμήθηκε πολὺ καὶ εἶναι γνωστὸς ὡς δάσκαλος καὶ προστάτης τοῦ ἁγίου Μαρτίνου, τοῦ πρώτου μεγάλου ἀσκητῆ τῆς Δύσεως καὶ ἐπισκόπου τῆς Τούρ. Ὁ Μαρτῖνος γεννήθηκε στὴν Παννονία ἀλλὰ ἀπὸ μικρὴ ἠλικία ἔζησε στὴν Ἰταλία. Κατὰ τὸν ἀρχαῖο βιογράφο του Σουλπίκιο Σεβῆρο, σὲ ἠλικία 10 ἐτῶν ἐντάχθηκε ἑκουσίως στὴν τάξη τῶν κατηχουμένων καὶ περὶ τὸ 327, σὲ ἠλικία 12 ἐτῶν, θέλησε νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἐρημητικὸ βίο. Ἕνα αὐτοκρατορικὸ διάταγμα, ὅμως, τὸν ἐξανάγκασε νὰ ὑπηρετήσει στὸν ρωμαϊκὸ στρατό. Βαπτίσθηκε κατὰ τὸ 337. Μετὰ δύο περίπου ἔτη ὁ Μαρτῖνος ἀναζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ Ἱλάριου καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ Πουατιέ. Ὁ Ἱλάριος προσπάθησε νὰ τὸν χειροτονήσει διάκονο ἀλλὰ ὁ Μαρτῖνος ἀρνεῖτο καὶ ἐν τέλει δέχθηκε μόνο τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐξορκιστῆ. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφυγε γιὰ τὴν Ἰλλυρία ἀναλαμβάνοντας ἱεραποστολικὸ ἔργο.῾Η μητέρα του ἔγινε χριστιανὴ ἀλλὰ οἱ συμπατριῶτες του τὸν ἐξεδίωξαν. Ἀποσύρθηκε σὲ κελὶ κοντὰ στὸ Μιλάνο, ὅπου ἀντιμετώπισε τὴν ἐχθρότητα τοῦ ἀρειανοῦ ἐπισκόπου Αὐξεντίου, καὶ ἔτσι ἀποσύρθηκε ὡς ἀναχωρητὴς στὴ νῆσο Γαλλιναρία. Κατὰ τὸ 360, ὅταν ὁ Ἱλάριος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἐξορία, ὁ Μαρτῖνος πῆγε καὶ πάλι στὴν Γαλατία. Ἀσκήτευε στὰ περίχωρα τοῦ Πουατιέ, στὸ Ligugé, καὶ γρήγορα συγκεντρώθηκαν κοντά του πολλοὶ μαθητές. Τὸ 371 ὁ Μαρτῖνος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς Τούρ, μὲ τὴν πίεση τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν θαύμαζε γιὰ τὴν πίστη καὶ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Ἀλλὰ καὶ ὡς ἐπίσκοπος συνέχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικά. διατήρησε τὸ ταπεινό του φρόνημα καὶ συνέχισε νὰ φοράει τὰ ἴδια ταπεινὰ ἐνδύματα, πληροφορεῖ ὁ βιογράφος του.(26) Συχνὰ ἀναχωροῦσε σὲ κελὶ κοντὰ στὴν ἐκκλησία ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν ἐπεσκέπτοντο πολλοὶ μαθητὲς ἀναγκάστηκε νὰ ἱδρύσει νέο ἑρημητήριο, στὸ Marmoutier, περίπου δύο μίλια ἔξω ἀπὸ τὴν Τούρ. Κοντά του συγκεντρώθηκαν ἀκόμη ὀγδόντα περίπου μαθητές, ποὺ ζοῦσαν ἐπίσης σὲ ἀτομικὰ κελιά. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ σύστημα ποὺ θυμίζει τὴν ἀνατολικὴ Λαύρα.῾Υπῆρχε κοινοκτημοσύνη καὶ ἀπαγορευόταν κάθε ἐμπορικὴ συναλλαγή. Δὲν ἀσκεῖτο καμμία τέχνη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀντιγραφὴ χειρογράφων, τὴν ὁποία ἀναλάμβαναν οἱ νεώτεροι, ἐνῶ οἱ γηραιότεροι ἦσαν ἀφοσιωμένοι στὴν προσευχὴ ἀποκλειστικῶς. Ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε καὶ μὲ τοὺς Αἰγύπτιους ἀναχωρητές, κανεὶς δὲν ἐγκατέλειπε τὸ κελί του παρὰ μόνο γιὰ τὴν κοινὴ προσευχή. Ἔτρωγαν ὅμως ὅλοι μαζὶ κατὰ τὸ κοινοβιακὸ πρότυπο. Ἀπὸ τὴν κοινότητα αὐτὴ προῆλθαν ἀργότερα πολλοὶ ἐπίσκοποι.Ὁ Μαρτῖνος ἀνέπτυξε μεγάλη ἱεραποστολικὴ δράση, κυρίως στὴν ὕπαιθρο, ὅπου ἀκόμη ἦταν μεγάλη ἡ ἰσχὺς τοῦ ἐθνισμοῦ. Κατέστρεφε τὰ ἐθνικὰ ἱερὰ καὶ στὴ θέση τους ἵδρυε ναοὺς καὶ μοναστήρια.(27)῾Η ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Μαρτίνου μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ, κατὰ τὸν Hamman, μὲ τὴν ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, καὶ ἀπετέλεσε πρότυπο τῶν μεσαιωνικῶν ἁγιολογικῶν κειμένων.(28) Δὲν ἔμεινε ἄγνωστος οὔτε στὴν Ἀνατολή. Ἤδη ὁ Σωζομενὸς ἀναφέρεται στὸν ἅγ. Μαρτῖνο ἀντλώντας πληροφορίες ἀπὸ τὸν Βίο, ἐνῶ θεωρεῖται πολὺ πιθανὸν ὅτι ἔχει ὑπάρξει καὶ μετάφραση στὰ ἑλληνικά, στὴν ὁποῖα θὰ πρέπει νὰ ἔχει στηριχθεῖ ὁ ἑλληνικὸς Βίος τοῦ ἁγ. Μαρτίνου, κείμενο τοῦ 8ου ἢ τοῦ 9ου αἰῶνος.(29)

῾Η δράση τοῦ Μ. Ἀθανασίου καὶ τοῦ ἁγ. Μαρτίνου ἔκανε δημοφιλέστερους τοὺς ἀσκητὲς στὶς εὐγενεῖς τάξεις τῆς Δύσεως. Ἀρχίζουν τώρα συστηματικὲς ἐπισκέψεις δυτικῶν στοὺς ἀνατολικοὺς ἀσκητικοὺς τόπους καὶ κατὰ τὰ τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνος ἱδρύονται δύο δυτικὰ μοναστήρια στὴν Ἱερουσαλήμ, ἕνα ἀνδρῶο καὶ ἕνα γυναικεῖο. Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἱερώνυμου, "τώρα ὑπάρχουν σοφοί, ἰσχυροὶ καὶ εὐγενεῖς ὄχι μόνο μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἀλλὰ κυρίως μεταξὺ τῶν μοναχῶν".
(30) Ἀπὸ τὴν περίφημη οἰκογένεια τῶν Ἀνικίων, ἡ ὁποία ἀνάγει τὶς ρίζες της στὶς ἡμέρες τῆς παλαιᾶς ρωμαϊκῆς δημοκρατίας, προερχόταν ὁ Πετρώνιος, γιὸς τοῦ Ἀνίκιου Πετρώνιου Πρόμπου, ἔπαρχου τοῦ πραιτωρίου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἀσκητὴς πρὶν ἐκλεγεῖ ἐπίσκοπος τῆς Μπολόνια. Ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια καταγόταν ἐπίσης ὁ ἅγ. Βενέδικτος καὶ ὁ Μέγας Γρηγόριος.(31)Εὐγενεῖς ὑπῆρχαν μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ ἁγ. Μαρτίνου, πρὸς εὐγενεῖς χῆρες καὶ παρθένους ποὺ ἀκολούθησαν τὸν ἀσκητικὸ βίο ἀπευθύνει πολλὲς ἐπιστολὲς μὲ πνευματικὲς ὁδηγίες ὁ ἅγ. Ἱερώνυμος. Στὸν κύκλο τοῦ Ἱερώνυμου ἀνῆκαν καὶ οἱ συμπατριῶτες του Μπόνοσος, Ρουφῖνος καὶ Χρωμάτιος. Ὁ Χρωμάτιος προΐστατο σὲ ἀνδρῶο μοναστήρι στὴν Ἀκυληΐα. Στὸν ἀσκητικὸ κύκλο τῆς Ἀκυληΐα ἀνῆκε ἐπίσης ὁ Ρουφῖνος ἀπὸ τὸ 368 ὣς τὸ 373, ὁπότε ἀναχώρησε στὴν Ἀνατολή.(32)

Τὸ 373 ὁ Ἱερώνυμος ἀκολουθεῖ τὸν Εὐάγριο Ἀντιοχέα στὴν Ἀνατολή. Ἀσκήτευσε περὶ τὰ δύο ἔτη, ἀπὸ τὸ 375 ὣς τὸ 377, στὴν ἔρημο τῆς Χάλκης, νοτιοδυτικὰ τῆς Ἀντιόχειας,
(33) καὶ κατόπιν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.(34) Περὶ τὸ 382, ἐπιστρέφοντας στὴ Ρώμη, ὁ Ἱερώνυμος καθοδηγεῖ τὴ Μαρκέλλα νὰ μετατρέψει τὸ σπίτι της σὲ κοινόβιο. Ὁ ἴδιος μαζὶ μὲ τὴν Πάουλα τὸ καλοκαίρι τοῦ 385 ἐπιστρέφει στὴν Ἀνατολή, ὅπου ἐπισκέπτεται τοὺς ἁγίους Τόπους, κατόπιν τὴν Αἴγυπτο, καὶ τέλος ἐγκαθίσταται στὴν Βηθλεέμ. Μὲ τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τῆς Πάουλα ἱδρύονται τότε τὰ δύο δυτικὰ μοναστήρια, ὅπου ἐκείνη καὶ ὁ Ἱερώνυμος ἔμειναν ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους.(35)

Περὶ τὸ 370 μεταφράζεται γιὰ δεύτερη φορὰ στὰ λατινικὰ ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου ἀπὸ τὸν Εὐάγριο Ἀντιοχέα, τὸν ἴδιο Εὐάγριο ποὺ εἶχε ζήσει πολλὰ χρόνια στὴν Ἰταλία καὶ ποὺ εἶχε ἑλκύσει τὸν Ἱερώνυμο στὴν Ἀνατολή. Ἤδη κατὰ τὴν πρώτη ἀσκητική του θητεία (375-377) ὁ Ἱερώνυμος γράφει τὸν Βίο τοῦ Παύλου, τοῦ ὑποτιθέμενου πρώτου ἀναχωρητῆ. Στὸ διάστημα μεταξὺ 386-390 χρονολογεῖται ἡ συγγραφὴ τοῦ Βίου τοῦ Ἱλαρίωνος, πνευματικοῦ πατρὸς τοῦ Ἐπιφάνιου Σαλαμίνος.
(36) Κατὰ τὸ 390 ὁ Ἱερώνυμος γράφει τὸν βίο τοῦ Μάλχου.(37) Καὶ οἱ τρεῖς Βίοι ποὺ συνέταξε ὁ ἅγ. Ἰερώνυμος, ὅπως καὶ ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὴν Εὐστόχιο μεταφράστηκαν στὰ ἑλληνικὰ ἤδη ζῶντος τοῦ συγγραφέως των.(38) Μετὰ τὸν θάνατο τῆς Πάουλα, τὸ 404, ὁ Ἱερώνυμος μεταφράζει στὰ λατινικὰ τὸν Κανόνα τοῦ Παχωμίου, ἐπιστολές, καὶ ἄλλα κείμενα τοῦ παχωμιανοῦ κύκλου.(39) ῾Η Εὐστόχιος, κόρη τῆς Πάουλα, κοιμήθηκε τὸ 419. Ὁ Ἱερώνυμος τὸ 420. Εἶχε ζητήσει νὰ ταφεῖ κοντὰ στὶς δύο ἀσκήτριες.

Ὁ Ρουφῖνος ἔμεινε στὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὸ 373 ὣς τὸ 380 καὶ κατόπιν ἐγκαταστάθηκε στὸ Ὅρος τῶν Ἑλαιῶν ὣς τὸ 397, κοντὰ στὴν Μελανία τὴν πρεσβύτερη, Ρωμαία εὐγενοῦς καταγωγῆς, ποὺ ἔχασε τὸν σύζυγό της ὅταν ἀκόμη ἦταν 22 ἐτῶν.῾Η Μελανία εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ τὴ Νιτρία καὶ ἐκεῖ εἶχε συναντήσει γιὰ πρώτη φορὰ τὸν Ρουφῖνο.
(40) Ὁ Ρουφῖνος ἐπέστρεψε στὴ Ρώμη τὸ 397 καὶ στὴν Ἀκυληΐα τὸ 399. Κατὰ τὸ 403 μετέφρασε κεφάλαια τοῦ Εὐάγριου Ποντικοῦ πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ πρὸς παρθένον, καὶ ἀκόμη τὴν Ἱστορία τῶν Μοναχῶν τῆς Αἰγύπτου. Πρὶν ἀπὸ αὐτὰ ὅμως, καὶ πρὶν ἀφοσιωθεῖ σὲ μεταφράσεις τοῦ Ὠριγένη, ὁ Ρουφῖνος προσέφερε στὸν δυτικὸ μοναχισμὸ τοὺς Ὅρους τοῦ Μ. Βασιλείου (397). Τὸ κείμενο ποὺ χρησιμοποίησε διέσωζε μία πρώιμη μορφὴ τοῦ ἔργου τοῦ Βασιλείου, ἡ ὁποία περιελάμβανε τοὺς μισοὺς περίπου ἀπὸ τοὺς Ὅρους ποὺ σήμερα περιέχονται στὴν Βουλγκάτα (203 ἔναντι 368). Παλαιότερα πιστευόταν, ὅτι ὁ Ρουφῖνος διασκεύασε τὸ ἔργο τοῦ Βασιλείου, ἀλλὰ ἡ σχετικὴ ἔρευνα τοῦ Gribomont, ὁ ὁποῖος συνέκρινε τὸ λεγόμενο μικρὸ ἀσκητικὸ μὲ μία ἀνάλογη συριακὴ μετάφραση, ἔδειξε πὼς ἡ ἔκδοση Ρουφίνου διασώζει τοὺς Ὅρους στὴ μορφὴ ποὺ εἶχαν πρὶν ἀπὸ τὴν ἄνοδο τοῦ Βασιλείου στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο.(41) Ὁ ἅγιος Βενέδικτος γνώρισε τοὺς Ὅρους τοῦ Βασιλείου διὰ τῆς μεταφράσεως Ρουφίνου.

῾Η Μελανία ἡ νεώτερη, ἐγγονὴ τῆς φίλης τοῦ Ρουφίνου, καὶ ὁ σύζυγός της Πινιανός, ἵδρυσαν στὴν Ταγάστη, τὴ γενέτειρα τοῦ Αὐγουστίνου, δύο μοναστήρια, τὸ ἕνα μὲ 80 ἀσκητές, καὶ τὸ ἄλλο μὲ 130 ἀσκήτριες.῾Η Μελανία ἀντέγραφε χειρόγραφα, καὶ μάλιστα, ὅπως σημειώνει ὁ Αὐγουστῖνος, μὲ ἰδιαίτερη δεξιοτεχνία καὶ ταχύτητα.
(42) Ὁ σύζυγός της ἔγινε κηπουρός. Ἔμειναν ἐκεῖ 7 ἔτη καὶ κατόπιν ἔφυγαν γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κατέληξαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καὶ χώρισαν. Στὴ Λαυσαϊκὴ ἱστορία διαβάζουμε, πὼς ὁ Πινιανὸς ἐντάχθηκε σὲ κοινότητα τριάντα ἀσκητῶν καὶ συνέχισε ὡς κηπουρός.(43)῾Η Μελανία, ἡ ὁποία ἀκόμη δὲν εἶχε φθάσει τὰ τριάντα, ἔμεινε ἐπὶ 14 ἔτη σὲ κελὶ στὸ Ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, καὶ μετὰ ἔκτισε ναὸ καὶ κοινόβιο μὲ 90 ἀσκήτριες.(44) Ὁ ἑλληνικὸς Βίος τῆς Μελανίας θεωρεῖται ἀρχαιότερος τοῦ ἀντίστοιχου λατινικοῦ.(45)

Ὁ Αὐγουστῖνος βαπτίσθηκε χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀμβρόσιο τὸ 387. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 388 πῆγε στὴν Ταγάστη, ὅπου μοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε μὲ τοὺς φίλους καὶ τὸν γυιό του στὸ πατρικό του κτῆμα γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὸν ἀσκητικὸ βίο.
(46)῾Η ζωὴ τοῦ Αὐγουστίνου τὴν περίοδο αὐτὴ θυμίζει τὴ συνάσκηση Βασιλείου καὶ Γρηγορίου στὸ ἀσκητήριο τοῦ Πόντου. Τότε ἔγραψε τὸ ἔργο De vera religione, ὅπου διατυπώνεται ἡ διάκριση μεταξὺ otium desidiae καὶ otium cogitationis, μεταξὺ δηλαδὴ νοερᾶς ἡσυχίας καὶ ἀργίας, καὶ ἀκόμη τὸ ἔργο De moribus ecclesiae Catholicae et de moribus Manichaeorum. Τὸ De vera religione ἔχει μεταφρασθεῖ στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Πρόχωρο Κυδώνη.(47) Τὸ 391 ὁ Αὐγουστῖνος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος μετὰ ἀπὸ πίεση τοῦ λαοῦ καὶ μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Βαλερίου Ἱππῶνος. Μὲ τὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυση τοῦ τελευταίου ἵδρυσε δεύτερο κοινόβιο.(48) Στὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ταγάστη ὣς τὴν ἄνοδο στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο συνετάχθη τὸ ἔργο De diversis quaestionibus octoginta tribus, τὸ ὁποῖο περιέχει ἀπαντήσεις τοῦ Αὐγουστίνου σὲ ζητήματα ποὺ ἔθεταν ἀσκητές. Τὸ 396 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ἱππῶνος καὶ ἐπρόκειτο νὰ παραμείνει στὸ ἀξίωμα αὐτὸ γιὰ τὰ ἑπόμενα 34 χρόνια, ὣς τὴν κοίμησή του, τὸ 430. Περὶ τὸ 397 ἔγραψε τὸν ἀσκητικό του Κανόνα, ἂν καὶ ὁ ἴδιος οὐδέποτε χρησιμοποίησε τὸν ὅρο αὐτὸ γιὰ ὁποιοδήποτε ἀσκητικό του κείμενο.(49) Ὁ λεγόμενος Κανόνας τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου εἶναι ὁ ἀρχαιότερος τῆς Δύσεως, καὶ ὅπως σημειώνει ὁ Lawless, "ὄχι μόνο δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἄψυχο κείμενο τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, ἀλλὰ (...) ἐμπνέει καθημερινὰ περισσότερα ἀπὸ 150 χριστιανικὰ κοινόβια σήμερα".(50)

Ὡς ἐπίσκοπος ὁ Αὐγουστῖνος συνέχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικά, καὶ μάλιστα διέταξε τοὺς κληρικούς του νὰ πωλήσουν τὶς περιουσίες τους καὶ νὰ μοιράσουν τὰ χρήματα στοὺς πτωχοὺς ἢ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἐπισκοπεῖο-κοινόβιο, τοῦ ὁποίου προΐστατο, ἀναδείχθηκε σὲ σχολὴ ἐπισκόπων καὶ ἡγουμένων. Τὴ στάση αὐτή, ὅπως εἴδαμε, εἶχε ἐπίσης ὁ Εὐσέβιος Vercelli καὶ ὁ Ἀμβρόσιος, ἀλλὰ μὲ τὸν Αὐγουστῖνο γίνεται ἀκόμη πιὸ συνειδητή, ὅπως φανερώνει καὶ μόνη ἡ ἔκφραση monasterium clericorum, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα ἔργα του.
(51)῾Η ὑποστήριξη του μοναχισμοῦ ἀπὸ Πατέρες ὅπως ὁ Ἀμβρόσιος ἢ ὁ Αὐγουστῖνος ἔχει ἀκόμη περισσότερη σημασία, ἂν σκεφθοῦμε τὴν καχυποψία, ἂν ὄχι τὴν ἐχθρότητα, τοῦ κλήρου ἐν γένει, πρὸς τὸν μοναχισμό, μὲ ἀφορμὴ καὶ τὶς ἐγκρατευτικὲς τάσεις τῶν πρισκιλλιανιστῶν.(52) Ὡς ἐπίσκοπος ὁ Αὐγουστῖνος θὰ ἱδρύσει, ἐπίσης, ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι, τὸ πρῶτο στὴ βόρειο Ἀφρική, στὸ ὁποῖο προΐστατο ἡ ἀδελφή του. Μετὰ τὸν θάνατό της καὶ μὲ ἀφορμὴ διαμάχες ποὺ προέκυψαν μεταξὺ τῶν ἀσκητριῶν, ὁ Αὐγουστῖνος ἔγραψε τὴν περίφημη ἀσκητικὴ ἐπιστολὴ 211. Ἐπὶ Αὐγουστίνου ἱδρύθηκαν δύο ἐπιπλέον ἀνδρῶα μοναστήρια, τὸ ἕνα ὑπὸ τὸν πρεσβύτερο Λεπώριο καὶ τὸ ἄλλο ὑπὸ τὸν πρεσβύτερο Ἐλευσῖνο.(53)

Ὅπως καὶ ὁ Βασίλειος, ὁ Αὐγουστῖνος θέλησε νὰ συνδέσει τὴν ὁμοψυχία καὶ ἀκτημοσύνη, ποὺ κατὰ τὶς Πράξεις χαρακτήριζαν τὴν ἀποστολικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, μὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι μόνο μὲ τὶς ἀσκητικὲς κοινότητες.(54) Ἀλλὰ ἐνῶ τὰ ἀσκητικὰ ἔργα τοῦ Βασιλείου καταδικάζουν ρητὰ καὶ ἀπόλυτα τὸν ἀναχωρητισμό, ὁ Αὐγουστῖνος, παρὰ τὸν ὁπωσδήποτε κοινοτικὸ προσανατολισμὸ τῆς σκέψης του, ἀπολογεῖται ἀπαντώντας σὲ συγκεκριμένες ἐναντίον τοῦ ἀναχωρητισμοῦ κατηγορίες. Γιὰ παράδειγμα, στὴ μομφὴ ποὺ καὶ ὁ Βασίλειος ἔχει διατυπώσει, ὅτι ὁ ἀναχωρητικὸς βίος εἶναι βίος ἄκαρπος, ὁ Αὐγουστῖνος ἀπαντᾶ πὼς οἱ ἀναχωρητὲς μᾶς βοηθοῦν μὲ τὶς προσευχὲς καὶ μὲ τὸν ὑποδειγματικὸ βίο τους.(55) Μὲ τὴν παρατήρηση ὅμως αὐτή, ἂν καὶ ὁ Αὐγουστῖνος δικαιώνει τὸ ἀναχωρητικὸ πρότυπο, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ δὲν θὰ ἦταν ἄδικο ἂν λέγαμε, ὅτι ταυτοχρόνως περιορίζει τὴ θέση του στὴν Ἐκκλησία - ἐν συγκρίσει γιὰ παράδειγμα μὲ τὸν Ἀθανάσιο. Ὁ Βίος τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο παρουσιάζει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὸν ἀναχωρητὴ ὡς ὑπέρμαχο τῆς ὀρθοδοξίας, τοῦ ἀναγνωρίζει ρόλο προφητικὸ καὶ ἀποστολικό. Προσέδωσε ὁ Ἀθανάσιος ἰδιότητες ποὺ δὲν ὑπῆρχαν στὴν πολιτεία τοῦ Ἀντωνίου, ἢ ὁ ἀναχωρητισμὸς ἀπέβαλε τὶς ἰδιότητες αὐτὲς πρὸς ὄφελος τῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ἀποκλειστικώτερης ἀφοσιώσεως στὴ θεωρία; Γεγονὸς εἶναι, πὼς ἡ στάση τοῦ αἰγυπτιακοῦ ἀναχωρητισμοῦ ἔτεινε νὰ ἀποκρυσταλλωθεῖ στὴν προτροπὴ ὅπως ἀποφεύγεις τὶς γυναῖκες ἔτσι νὰ ἀποφεύγεις τὸν ἐπίσκοπο.(56) Ἀκόμη καὶ ἡ δαιμονολογία, ποὺ εἶναι ἔντονη στὸν Βίο τοῦ Ἀντωνίου, ὑποχωρεῖ· εἶναι χαρακτηριστικό πὼς ἡ ἔκφραση "διάκρισις τῶν πνευμάτων", ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα ἀντικαθίσταται στὰ ἀσκητικὰ κείμενα ἀπὸ τὴν ἁπλὴ διάκριση, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ ἀσκητικοῦ βίου.(57)῾Η στάση τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀνατολῆς, ἀπεδείχθη κυρίως μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ κοινοβιακοῦ προτύπου, τὴ στενὴ σύνδεσή του μὲ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της, καὶ τὴν de facto, ἀλλὰ καὶ συνοδικῶς κατοχυρωμένη, ὑποτίμηση τοῦ ἀναχωρητισμοῦ.

῾Η νῆσος τοῦ Ληρίνου, βορείως τῆς Κορσικῆς, κοντὰ στὸν κόλπο τῆς Προβηγγίας, στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰώνα ἦταν ἔρημη καί, ὅπως γράφει ὁ ἅγ. Ἱλάριος τῆς Ἄρλ, ἀπρόσιτη ἀπὸ τὰ πολλὰ φίδια.
(58) Ἕνας ἀκόμη νέος εὐγενοῦς καταγωγῆς, ὁ ἅγ. Ὁνοράτος, ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἀνάμεσα στὸ 400 καὶ τὸ 410, τὴ χρονιὰ τῆς ἁλώσεως τῆς Ρώμης ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, ἔφθασε στὸ Ληρῖνο μὲ λίγους μαθητές. Γρήγορα συγκεντρώθηκαν γύρω του πολλοί, κυρίως ἀπὸ τὴ Γαλατία, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴ Βρετανία.(59) Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ βιογράφου του, τὸ κοινόβιο ποὺ ἵδρυσε ὁ Ὁνοράτος ἔδεινε μεγάλη ἔμφαση στὴ φιλοξενία καὶ ἐν γένει στὴ φιλανθρωπία.(60) Ἔχει ἐσφαλμένα ὑποστηριχθεῖ, ὅτι τὸ κοινόβιο τοῦ Ληρίνου ἀκολουθοῦσε τὸν Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀλλὰ πάντως μποροῦμε νὰ βροῦμε κάποια συγγένεια μεταξὺ τῆς ἀσκητικῆς διδασκαλίας τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τῆς ζωῆς στὴν κοινότητα τοῦ Ὁνοράτου,(61) συγγένεια ὄχι πολὺ μεγάλη, ἂν σκεφθοῦμε πὼς ἐφαρμοζόταν ἕνας συνδυασμὸς κοινοβιακῆς καὶ ἀναχωρητικῆςἄσκησης, μὲ ἕνα κεντρικὸ κοινόβιο καὶ δορυφορικὰ κελιά.(62)῾Η ἔρευνα τείνει στὴν ἄποψη, ὅτι στὸ κοινόβιο τοῦ Ὁνοράτου γράφτηκε καὶ ἐφαρμόστηκε ὁ λεγόμενος "Κανόνας τῶν Τεσσάρων Πατέρων", καὶ ἀργότερα ὁ "Δεύτερος Κανόνας τῶν Πατέρων".(63) Τέλη τοῦ 426 ὁ Ὁνοράτος ἀνέλαβε τὴν ἐπισκοπὴ τῆς Ἄρλ καὶ ὑπηρέτησε στὴ θέση αὐτὴ δύο χρόνια ὣς τὴν κοίμησή του τὸ 429. Τὸ κοινόβιο τοῦ Ληρίνου ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία πολλοὺς ἁγίους, ἱεράρχες καὶ συγγραφεῖς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἅγ. Ὁνοράτο, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου ἔχει σήμερα τὸ νησί, μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἱλάριο -μαθητὴ καὶ βιογράφο τοῦ Ὁνοράτου, καὶ μετέπειτα ἐπίσκοπο τῆς Ἄρλ-, τὸν ἅγ. Καισάριο τῆς Ἄρλ, τὸν ἅγ. Εὐχέριο ἐπίσκοπο Λυὼν καὶ συγγραφέα δύο ἀσκητικῶν ἔργων, τὸν Σαλβιανό, τὸν Βικέντιο Ληρίνου, κ.ἄ. Ὁ ἅγ. Πατρίκιος, ὁ ἀπόστολος τῆς Ἰρλανδίας καὶ ὁ ἅγ. Ἰωάννης Κασσιανὸς ἔζησαν γιὰ λίγο στὸ κοινόβιο τοῦ Ληρίνου.(64)

Ὁ ἅγ. Ἰωάννης Κασσιανὸς ἀσκήτευσε ἀρχικῶς στὴ Βηθλεέμ. Βρισκόταν ἐκεῖ περὶ τὸ 380, παρέμεινε ὣς τὸ 382 καὶ κατόπιν συνέχισε τὴν ἀσκητικὴ μαθητεία του στὴν Αἴγυπτο. Χειροτονήθηκε διάκονος παρὰ τὴ θέλησή του
(65) ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο περὶ τὸ 400, καὶ ἐγκατέλειψε τὴν ΚΠολη τὸ 404 ἤ 405, μεταφέροντας στὴ Ρώμη ἐπιστολὴ τοῦ κλήρου τῆς βασιλεύουσας ὑπὲρ τοῦ ἐξόριστου Χρυσοστόμου.(66) Κατὰ τὸ 415, ἤδη πρεσβύτερος,(67) ἵδρυσε στὴ Μασσαλία δύο μοναστήρια, ἕνα ἀνδρῶο καὶ ἕνα γυναικεῖο, τὸ πρῶτο ὑπὸ τὴν προστασία τῶν ἁγίων Πέτρου καὶ Βίκτωρος καὶ τὸ δεύτερο ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἁγ. Σωτῆρος.(68) Τὴν περίοδο ἐκείνη ἡ Προβηγγία εἶχε μόλις ἡσυχάσει ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Βησιγότθων, τὶς ὁποῖες ὅμως ὁ λαὸς δὲν εἶχε λησμονήσει καὶ στὶς ὁποῖες ὑπέφεραν καὶ οἱ ἀσκητές. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἤγειρε στὴν λαϊκὴ σκέψη ζητήματα θεοδικίας, σκοπὸς τῶν ὁποίων ἦταν περισσότερο ἡ καταδίκη τοῦ μοναχισμοῦ παρὰ ἡ ἀνίχνευση τοῦ θείου θελήματος.(69)῾Υπὸ ταραχώδεις πολιτικὲς συνθῆκες καὶ ἐντὸς περιβάλλοντος καχύποπτου πρὸς τὸν ἀσκητικὸ βίο ὁ Κασσιανὸς προσέφερε στὴ Γαλατία γιὰ πρώτη φορὰ μία θεωρία τοῦ μοναχισμοῦ.(70)

῾Η ἀρχὴ τῆς συγγραφικῆς δραστηριότητας τοῦ Κασσιανοῦ δὲν συμπίπτει μὲ τὴν ἵδρυση τῶν δύο μονῶν στὴ Μασσαλία. Περὶ τὸ 420 ὁ ἐπίσκοπος Ἄπτης Κάστορας τοῦ ζήτησε νὰ τὸν βοηθήσει στὴν ὀργάνωση τοῦ κοινόβιου, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἱδρύσει στὴν ἐπισκοπή του.
(71) Ὁ Κασσιανὸς ἀνταποκρίθηκε γράφοντας δώδεκα βιβλία, De institutis coenobiorum et de octo principalium vitiorum remediis. Τὰ τέσσερα βιβλία τῶν Θεσμῶν(72) διακρίνονται σαφῶς ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ὀκτώ, περὶ τῶν κυρίων ἁμαρτημάτων,(73) ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κασσιανό: "Nam post quattuor libellos, qui super institutis monasteriorum digesti sunt, nunc arripere conluctationem adversus octo principalia vitia".(74) Τὰ τέσσερα αὐτὰ βιβλία ἐπηρέασαν πολὺ τοὺς ἀρχαίους ἀσκητικοὺς κανόνες τῆς Δύσης καὶ πιθανῶς κατὰ τὸν ἕβδομο αἰώνα στὴν Ἰσπανία, κωδικοποιήθηκαν καὶ ἀπετέλεσαν κείμενο, ποὺ εἶναι γνωστὸ ὡς Κανόνας τοῦ Κασσιανοῦ.(75) Σημαντικὴ ἦταν ἡ ἐπιρροή τους καὶ στὴν Ἀνατολή. Οἱ Θεσμοὶ μεταφράστηκαν τὸν 5ο αἰώνα στὰ ἑλληνικὰ καὶ βάσει αὐτῆς τῆς μεταφράσεως συνετέθη μία σύνοψη σὲ δύο βιβλία, τὴν ὁποία γνώριζε ὁ Φώτιος καὶ ἡ ὁποία σώζεται μέχρι σήμερα ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Μ. Ἀθανασίου.(76) Ἄλλη σύνοψη φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Νείλου.(77) Τὰ βιβλία αὐτὰ ἀκολούθησε ἡ συγγραφὴ τῶν Συμβολῶν, μίας σειρᾶς συνομιλιῶν τοῦ Κασσιανοῦ καὶ τοῦ φίλου του Γερμανοῦ μὲ ἀσκητὲς τῆς Αἰγύπτου.(78)῾Η ἀραβικὴ μετάφραση τῶν Συμβολῶν, ποὺ σώζεται σὲ χειρόγραφο τοῦ 9ου αἰῶνος, ἔχει ἐκπονηθεῖ βάσει ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου.(79)

Ὁ Κασσιανὸς ἀποκάλεσε τοὺς ἀσκητὲς ποὺ γνώρισε στὴν Αἴγυπτο πατέρες καὶ ἁγίους.
(80) Ἐξῆρε τὴν αἰγυπτιακὴἄσκηση, ἀλλὰ καὶ τὴ θεώρησε ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἀνατολικῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία, στὸ σύνολό της, συνιστοῦσε, κατὰ τὴ γνώμη του, ὑπόδειγμα ποὺ ὁ ποικιλότροπος δυτικὸς μοναχισμὸς ὄφειλε ὁπωσδήποτε νὰ μιμηθεῖ.(81) Ἐξῆρε τὸ ἀναχωρητικὸ πρότυπο, ὅμως τὸ θεωροῦσε τόσο ἐπικίνδυνο, ὥστε νὰ φθάσει νὰ συνιστᾶ τὴν κατὰ τὴν ἄποψή του μετριώτερη ὁδὸ τοῦ κοινοβίου.῾Η κοινοβιακὴ ἄσκηση ποὺ πρότεινε στὴ Δύση ὁ Κασσιανὸς ἔχει ὡς πρότυπό της τὸ κοινόβιο τοῦ Παχωμίου καὶ ὄχι τὸ κοινόβιο τοῦ Βασιλείου. Περαιτέρω, ὁ Κασσιανὸς διατηρεῖ πολλὰ ἀναχωρητικὰ στοιχεῖα ἀκόμη καὶ ὅταν φαίνεται νὰ προωθεῖ τὴν κοινοβιακὴ ἄσκηση. Περισσότερα δὲς στὸ σχετικὸ ἔργο μας γιὰ τὴν περὶ κοινοβιακῆς ἀσκήσεως διδασκαλία τοῦ Ἰω. Κασσιανοῦ καὶ τοῦ Μ. Βασιλείου.

Ὁ ἅγ. Πατρίκιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Βρετανία. Σὲ ἠλικία 16 ἐτῶν ἀπήχθη καὶ πωλήθηκε ὡς δοῦλος στὴν Ἰρλανδία, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ 6 ἔτη κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει. Τὴν ἐκκλησιαστική του παιδεία ὀφείλει στὸν ἁγ. Μαρτῖνο τῆς Τούρ, τὸν ἅγ. Ὁνοράτο καὶ κυρίως στὸν Γερμανό, ἐπίσκοπο Auxerre, τὸν ὁποῖο καὶ συνόδευσε σὲ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὴ Βρετανία. Τὸν εὐαγγελισμὸ τῆς Ἰρλανδίας ἀνέθεσε στὸν Πατρίκιο, κατόπιν ὑποδείξεως τοῦ Γερμανοῦ, ὁ πάπας Κελεστῖνος Ι. Ὁ Πατρίκιος ἔφθασε στὴν Ἰρλανδία τὸ 433 καὶ παρέμεινε ὣς τὴν κοίμησή του, τὸ 461. Δὲν ἀναφέρεται πὼς ἵδρυσε μοναστήρια, ἀλλὰ πὼς φρόντισε γιὰ τὴ δημιουργία καὶ τὴν ὀργάνωση κλήρου. Κατὰ τὸν βιογράφο του, ὁ Πατρίκιος χειροτόνησε στὴν Ἰρλανδία συνολικὰ 350 ἐπισκόπους. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁ ἀριθμὸς αὐτὸς εἶναι ὑπερβολικὸς φανερώνει πάντως τὸν προσανατολισμὸ τῆς δράσης τοῦ ἁγίου.
(82) Ὁ ἴδιος ζοῦσε ἀσκητικά, καὶ παρόμοια ὀργάνωση ἔδωσε στὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία.(83) Στὴν Ἐξομολόγησή του ὑπάρχει ἕνα σημεῖο, ὅπου ὁ ἅγ. Πατρίκιος ἐκφράζει στὸν Θεὸ τὸ δέος του, "πῶς ἔγινε καὶ στὴν Ἰρλανδία ἐκεῖνοι ποὺ ποτὲ δὲν γνώρισαν τὸν Θεὸ ἀλλὰ πάντοτε λάτρευαν τὰ εἴδωλα, ἔχουν τώρα γίνει ἕνας λαὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὀνομάζονται γυιοὶ τοῦ Θεοῦ. πῶς ἔγινε καὶ οἱ γυιοὶ καὶ οἱ κόρες τῶν βασιληάδων τῶν Ἰρλανδῶν ἔχουν μεταμορφωθεῖ σὲ μοναχοὺς καὶ παρθένους τοῦ Χριστοῦ".(84) Πρέπει, τέλος, νὰ σημειώσουμε πὼς τὸν Ἰρλανδικὸ μοναχισμὸ χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα ἡ ὑπερβολικὴ αὐστηρότητα.

Ο ΕΚΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ θὰ εἶναι γιὰ τὴ δυτικὴ ἄσκηση ὁ αἰώνας τοῦ Καισάριου τῆς Ἄρλ, τοῦ Αὐρήλιου, τοῦ Εὐγίππιου, τοῦ ἁγ. Κολούμπα, τοῦ ἁγ. Κολουμπανοῦ, τοῦ Κασσιόδωρου, τοῦ Κανόνα τοῦ Μάγιστρου καὶ κυρίως τοῦ Κανόνα τοῦ ἅγ. Βενέδικτου, τοῦ μόνου δυτικοῦ Κανόνα, ἐξαιρώντας φυσικὰ τοὺς Θεσμοὺς τοῦ Κασσιανοῦ, ποὺ φαίνεται νὰ ἄσκησε κάποια ἐπιρροὴ καὶ στὴν Ἀνατολή, ἐφόσον τὸν χρησιμοποίησε ὁ Ἀθανάσιος Ἀθωνίτης τὸν 10ο αἰώνα.
(85) Τὸν 5ο καὶ τὸν 6ο αἰώνα, ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο, δηλαδή, ὣς τὸν Κανόνα τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Στέφανου, ἔχουμε στὴ Δύση 15 κοινοβιακοὺς Κανόνες. Ἂν διακρίνουμε τὴν Ordo monasterii ἀπὸ τὸ Praeceptum, τὰ Instituta ἀπὸ τὶς Collationes, τοὺς Κανόνες πρὸς ἀσκητὲς ἀπὸ τοὺς Κανόνες πρὸς ἀσκήτριες τῶν Καισαρίου καὶ Αὐρηλίου, τότε ἔχουμε 19 δυτικοὺς Κανόνες, χωρὶς νὰ ὑπολογίζονται οἱ λατινικὲς ἐκδόσεις τῶν Βασιλειανῶν καὶ Παχωμιανῶν κειμένων.(86) Παρὰ τὴν ἐπίδρασή της, ἀκόμη καὶ ἡ Regula Benedicti οὐδέποτε ἐπέβαλε τὴν ὁμοιομορφία, ποὺ καὶ ὁ Κασσιανὸς καὶ ὁ Ρουφῖνος ἐπιζητοῦσαν, ὅταν μετέφεραν στὴ Δύση τὶς ἀσκητικὲς παραδόσεις τῆς Ἀνατολῆς. ῾Η διαφοροποίηση ἐντείνεται περαιτέρω μὲ τὶς ἱδρύσεις τῶν μοναστικῶν ταγμάτων. ῾Η μέχρι σήμερα ποικιλομορφία τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ ἐξηγεῖ τήν, ἀσφαλῶς ἀκραία, τοποθέτηση ὁρισμένων ἐρευνητῶν, ὅτι στὴν Ἀνατολή, μετὰ τὸν Μ. Βασίλειο, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ πραγματικὴ ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ, ἀλλὰ μόνο γιὰ ἱστορικὲς συνθῆκες, ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἱδρύοντο τὰ διάφορα μοναστήρια.







ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Aumann, "Origins of monasticism" = Aumann Jordan, "Origins of monasticism"· Word and Spirit6 (1984), σελ. 3-10.

Besse, "Abbey of Lérins" =Besse J. M., "Abbey of Lérins"·The Catholic Encyclopedia, ἔκδ. 1913, εἰς· www.knight.org/advent.

Butler, "St. Anthony" =Butler E. C., "St. Anthony"·The Catholic Encyclopedia, ἔκδ. 1913, εἰς· www.knight.org/advent.

C = Johannes Cassianus, Conlationes, ed. Dom E. Pichery, SC42.

Chadwick, John Cassian= Chadwick Owen, John Cassian, Cambridge 19682.

Chitty, The desert a city...= Chitty Derwas J., The desert a city: an introduction to the study of Egyptian and Palestinian monasticism under the Christian empire, London-Oxford 1966.

Daly, Benedictine monasticism...= Daly Lowrie J., Benedictine monasticism: it’s formation and development through the 12th century, New York 1965.

Dekkers, "Les traductions grecques... = Dekkers E., "Les traductions grecques des écrits patristiques latins"· Sacris Erudiri 5 (1953), σελ. 193-233.

DI = Johannes Cassianus, De incarnatione Domini contra Nestorium, ed. M. Petschenig, CSEL 17, Vienna, Tempsky, 1888.

Gribomont,"The translations..., =Gribomont Jean, "The translations - Jerome and Rufinus"εἰς·Quasten Johannes, Patrology, v. 4, ed. A. di berardino, tr. Placid Solari, Allen-Texas ἄ.ἔ., σελ. 195-254.

Gribomont, Histoire du texte...= Gribomont Jean, Histoire du texte des ascétiques de S. Basile, Louvain 1953.

Hamman, "Western Monasticism"=Hamman Adalbert, "Western Monasticism" εἰς·Quasten Johannes, Patrology, v. 4, ed. A. di berardino, tr. Placid Solari, Allen-Texas ἄ.ἔ., σελ. 25-32.

Hamman, "Writers of Gaul"=Hamman Adalbert, "Writers of Gaul" εἰς·Quasten Johannes, Patrology, v. 4, ed. A. di berardino, tr. Placid Solari, Allen-Texas ἄ.ἔ., σελ. 504-563.

Inst. = Johannes Cassianus, De institutis coenobiorum et de octo principalium vitiorum remediis, ed. J. C. Guy, SC109.

Kelly, "The Gallic Resistance... = Kelly J. F., "The Gallic Resistance to Eastern Asceticism"· Studia Patristica17 (1982), σελ. 506-10.

Lawless, Augustine of Hippo...=Lawless George, Augustine of Hippo and his monastic rule, Oxford 1987.

Lawrence, Medieval Monasticism=Lawrence C. H., Medieval Monasticism, New York 19892.

Lienhard, "‘Discernment...=Lienhard Joseph T., "‘Discernment of Spirits’ in the Early Church"· Studia Patristica 17 (1982), σελ. 519-522.

Lienhard, Paulinus of Nola...=Lienhard Joseph T., Paulinus of Nola and early western monasticism, Köln-Bonn 1977.

Loughlin, "St. Ambrose"= Loughlin James F., "St. Ambrose"·The Catholic Encyclopedia, ἔκδ. 1913, εἰς· www.knight.org/advent.

Loveren, "Once again: ‘The Monk...= Loveren A. E. D. van, "Once again: ‘The Monk and the Martyr’-Saint Anthony and Saint Macrina"·Studia Patristica17 (1982), σελ. 528-538.

Löffler, "St. Paulinus... = Löffler Klemens, "St. Paulinus, Bishop of Nola"·The Catholic Encyclopedia, ἔκδ. 1913, εἰς· www.knight.org/advent.

Montalembert, The monks of the West...=Montalembert C. F. R. Count de, The monks of the West: from St. Benedict to St. Bernard, v. 1, New York 19662.

Moran, "St. Patrick"= Moran Patrick Francis Cardinal, "St. Patrick"·The Catholic Encyclopedia, ἔκδ. 1913, εἰς· www.knight.org/advent.

Olphe-Galliard, "Cassien"=Olphe-Galliard Michel, "Cassien"· Dictionnaire de la spiritualité,τ. 2, (1953).

Portalié, "Life of St. Augustine... = Portalié Eugène, "Life of St. Augustine of Hippo"·The Catholic Encyclopedia, ἔκδ. 1913, εἰς· www.knight.org/advent.

Règles Monastiques...=Règles Monastiques d’Occident, Vie Monastique 9, Abbaye de Bellefontaine 1980.

Saltet, "St. Jerome"=Saltet Louis, "St. Jerome"·The Catholic Encyclopedia, ἔκδ. 1913, εἰς· www.knight.org/advent.

Terrade, Hilarius of Arles’... =Terrade Laurent, Hilarius of Arles’ Life of Honoratus, www.evansville.edu/~ecoleweb 1997.

Vogüé, Les Règles Monastiques...=Vogüé Adalbert de,Les Règles Monastiques Anciennes (400-700), Brepols-Turnhout 1985.

Ἅγ. Πατρίκιος, Ἐξομολόγηση= Ἅγ. Πατρίκιος, Ἐξομολόγηση, translated by Ludwig Bieler,εἰς http://ccel.wheaton.edu/patrick/confession/confession.html.

Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ. = Μ. Βασίλειος, Ἐπιστολαί, ἔκδ. Π. Κ. Χρήστου, ΕΠΕ, τ. 1 (1972), τ. 2 (1972), τ. 3 (1973).

Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄= Παπαδόπουλος Στυλιανός, Πατρολογία Β΄, Ἀθῆναι 1990.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. C XVIII.5
[2] "verum etiam his [ἐνν. τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς κοινότητας τῶν Ἱεροσολύμων] multo sublimiora cumulaverant". βλ. Inst. II.5.
[3] Βλ. Μ. Βασίλειος, Ἐπιστ., τόμ. 1, σ. 206, σημ. 3.
[4] Βλ. Aumann, "Origins of monasticism", σ. 6.
[5] Βλ. Ἰγνάτιος, Πρὸς Πολύκαρπον 5.
[6] Βλ. Εἰρηναῖος, Κατὰ αἱρέσεων 4.8.3.
[7] Βλ. Ἰγνάτιος, Πρὸς Ρωμαίους, 3, 4, 6, 8.
[8] Βλ. Εἰρηναῖος, Ἀποσπάσματα 11. Ἡ ἔκφραση διατυπώνεται γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα ὡς "μελέτη θανάτου".
[9] Βλ. Ἰγνάτιος, Πρὸς Πολύκαρπον 5.
[10] Κατὰ τὸν Loveren, "Origen was the first to apply this image to the ascetic life". βλ. Loveren, "Once again: ‘The Monk..., σ. 537, σημ. ". Πρβλ. Ὠριγένους, Εἰς μαρτύριον προτρεπτικὸς 21.
[11] Βλ. Butler, "St. Anthony".
[12] Βλ. PG 26, 844.
[13] Βλ. Ἱερώνυμος, Ἐπιστ. 22.
[14] Βλ. Μ. Ἀθανάσιος, Βίος Μ. Ἀντωνίου, PG 26, 835.
[15] Βλ. Montalembert, The monks of the West..., σ. 289.
[16] Ἀπὸ τὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Ρώμης, πρέπει νὰ σημειώσουμε, προέρχεται καὶ ὁ Κανόνας τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Στέφανου, ὁ ὁποῖος γράφτηκε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος καὶ ἐπιστρέφει σὲ ἀρχαιότερες παραδόσεις. Βλ. Règles Monastiques..., σ. 25.
[17] Βλ. Hamman, "Western Monasticism", σ. 26.
[18] Βλ. Breviar. Romanum, die 16 Decemb.εἰς Montalembert, The monks of the West..., σ. 289.
[19] Βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, σ. 256.
[20] Βλ. Lawless, Augustine of Hippo..., σ. 42.
[21] Loughlin, "St. Ambrose".
[22] Βλ. Ἱερώνυμος, Ἐπιστ. 22.
[23] Βλ. Löffler, "St. Paulinus....
[24] Βλ. Lienhard, Paulinus of Nola..., σ. 152.
[25] Βλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, σ. 243.
[26] Βλ. Σουλπίκιος Σεβῆρος, Vita Martini 10.
[27] Βλ. Σουλπίκιος Σεβῆρος, Vita Martini · Ἄρθρο "Μαρτῖνος" εἰς, ΘΗΕ 8, Ἀθῆναι 1966, στ. 780-782· Lawrence, Medieval Monasticism,σελ. 13-14.
[28] Βλ. Hamman, "Writers of Gaul", σ. 540-1.
[29] Βλ. Dekkers, "Les traductions grecques..., σελ. 203-4.
[30] Βλ. Ἰερώνυμος, Ἐπιστ. 24.
[31] Βλ. Montalembert, The monks of the West..., σ. 293.
[32] Βλ. Gribomont,"The translations..., σ. 247.
[33] Βλ. Saltet, "St. Jerome".
[34] Βλ. Gribomont,"The translations..., σ. 214.
[35] Βλ. Lawrence, Medieval Monasticism,σελ. 15.
[36] Gribomont,"The translations..., σ. 237.
[37] Ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του σημαντικὲς γιὰ τὸν ἀσκητικὸ βίο εἶναι οἱ 22, 130, 46, 79, καὶ κυρίως οἱ 14, 58 καὶ 122.
[38] Βλ. Dekkers, "Les traductions grecques..., σ. 205.
[39] Βλ. Gribomont,"The translations..., σ. 218.
[40] Βλ. Lawrence, Medieval Monasticism,σελ. 14.
[41] Βλ. Gribomont, Histoire du texte..., σ. 323.
[42] Βλ. Αὐγουστῖνος, Ἐπιστ. 225, ὅπου παραπέμπει ὁ Montalembert, The monks of the West..., σ. 316.
[43] Βλ. Παλλάδιος, Λαυσαϊκὴ 121, ὅπου παραπέμπει ὁ Montalembert, The monks of the West..., σ. 317.
[44] Βλ. Montalembert, The monks of the West..., σ. 317.
[45] Βλ. Dekkers, "Les traductions grecques..., σ. 206.
[46] Βλ. Portalié, "Life of St. Augustine....
[47] Βλ. Dekkers, "Les traductions grecques..., σ. 207.
[48] Βλ. Montalembert, The monks of the West..., σ. 330.
[49] Βλ. Lawless George, Augustine of Hippo, σ. 60 καὶ 123.
[50] Βλ. Lawless, Augustine of Hippo...,σ. xii.
[51] Βλ. Αὐγουστῖνος, Sermo 355.2.
[52] Βλ. Kelly, "The Gallic Resistance..., σ. 506 κ.ἑ.
[53] Βλ. Lawless, Augustine of Hippo...,σ. 62.
[54] Βλ. Lawless, Augustine of Hippo...,σ. 59.
[55] Βλ. Αὐγουστῖνος, De morib. 1338: "uidentur enim nonnullis res humanas plus quam oporteret deseruisse, non intelli­gen­tibus quantum nobis eorum animus in orationibus prosit, et uita ad exemplum, quorum corpora uidere non sinimur".
[56] Βλ. Inst. XI.18.
[57] Βλ. Lienhard, "‘Discernment..., σ. 521.
[58] Βλ. Montalembert, The monks of the West..., σ. 347.
[59] Βλ. Besse, "Abbey of Lérins".
[60] Βλ. Terrade, Hilarius of Arles’...
[61] Βλ. Terrade, Hilarius of Arles’...
[62] Βλ. Lawrence, Medieval Monasticism, σ. 15.
[63] Βλ. Règles Monastiques..., σ. 24.
[64] Βλ. Besse, "Abbey of Lérins".
[65] Βλ. Inst. XI.18 καὶ Chadwick, John Cassian, σ. 30.
[66] Βλ. Olphe-Galliard, "Cassien", στ. 214, Chadwick, John Cassian, σ. 32.Chitty, The desert a city..., σελ. 59-60. Πρβλ. Inst. praef. 3 καὶ Σωζομενός, Ἐκκλ. ἱστορία 8.26.8.
[67] Χειροτονήθηκε εἴτε ἀπὸ τὸν Ἰννοκέντιο Ι στὴν Ρώμη, εἴτε ἀπὸ τὸν Πρόκολο στὴν Μασσαλία. Ὁ Chadwick θεωρεῖ πιθανότερη τὴ δεύτερη περίπτωση. βλ. Chadwick, John Cassian, σ. 33.
[68] Βλ. Olphe-Galliard, "Cassien", στ. 217.
[69] "and in the abbey of St Victor puzzled enquirers came to Cassian to ask why God permitted righteous monks to die at the hands of barbarians". βλ. Chadwick, John Cassian, σ. 34 καὶ παραπομπὲς τοῦ συγγραφέως εἰς Σαλβιανό, De Gub. I.I καὶ C VI.3.Ὅπως γράφει ὁ Chadwick "Monks and nuns certainly suffered during the invasions".
[70] Βλ. Chadwick, John Cassian, σ. 36 καὶ 29. Πρβλ. Hamman, "Writers of Gaul", σ. 518: "The Institutiones and the Conlationes are the magna charta of monastic life [ἐνν. στὴν Δύση]. Through these, Cassian brought the contribution of the method and experience of Eastern monasticism to the improvisations of Gallic monasticism". Ὁ Κασσιανὸς τιμᾶται ὡς ἅγιος μόνο στὴν Ἀνατολή (29 Φεβρουαρίου), καὶ στὴ Ν. Γαλλία (2 Ἰουλίου). Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ἡ διδασκαλία του θεωρήθηκε στὴν Δύση ἡμιπελαγιανική. Τὸ Decretum Gelasianum περιέχει τὰ ἔργα τοῦ Κασσιανοῦ "undoubtedly because of the Conferences; in particular book 13 and the presentation or prevarication. In the line of Clement, Origen, Chrysostom and Hilary, Cassian permits prevarication in order to avoid a greater evil (Conl. 17, 17) while Augustine and Aquinas defend the opposite thesis". βλ. Hamman, "Writers of Gaul", σ. 516.
[71] ῾Η ἐπισκοπὴ βρισκόταν σαράντα μίλια βορείως τῆς Μασσαλίας. Πρῶτος ὁ Κάστορας θέλησε νὰ ἱδρύσει ἐκεῖ μοναστήρι. βλ. Chadwick, John Cassian, σ. 37.
[72] Τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν κατὰ τὸν Chadwick, "the nearest which Cassian came to a rule, like the Rule of St Pachomius or the Rule of St Benedict ( . . . ) so far as Cassian provided a rule for Castor or any other monastery, it is contained in these four books". βλ. Chadwick, John Cassian, σελ. 41-2.
[73] Πρόκειται γιὰ τὰ ἁμαρτήματα ἀκριβῶς, ποὺ εἶχε διακρίνει ὁ Εὐάγριος· "γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, λύπη, ὀργή, ἀκηδία, κενοδοξία, ὑπερηφάνια". βλ. PG 40, 1272-1276. πρβλ. ὁσίου Νείλου, Περὶ τῶν ὀκτὼ πνευμάτων τῆς πονηρίας, εἰς PG 79, 1146. πρβλ. ἐπίσηςHamman, "Writers of Gaul", σ. 514. Τὰ βιβλία τοῦ Κασσιανοῦ περὶ τῶν ὀκτὼ ἁμαρτημάτων εἶναι ἐπίσης ἀφιερωμένα στὸν Κάστορα.῾Η φερόμενη ὡς ἐπιστολὴ τοῦ Κάστορα πρὸς τὸν Κασσιανὸ (βλ. PL 49, 53-54) δὲν εἶναι αὐθεντική. βλ. Hamman, "Writers of Gaul", ἔνθ. ἀν.
[74] Βλ. Inst. V.1. Πρβλ. Hamann, σ. 514· "the second part, De octo principalium vitiorum remediis (5-12) soon became detached as a separate work and is not contained in the two oldest manuscripts (Monte Cassino and Autun, saec. VII)".
[75] Βλ. Vogüé, Les Règles Monastiques..., σ. 54-5.
[76] Πρὸς Κάστορα τὸν μακαριώτατον περὶ τῶν κανονικῶν τῶν κοινοβίων διατυπώσεων εἰς PG 28, 849-905, καὶ cod. Vindobon. graec theol. 121· πρβλ. Hamann, σελ. 514-5.
[77] Περὶ τῶν ὀκτὼ τῆς κακίας λογισμῶν εἰςPG 79, 1435-1463. Πρβλ. Dekkers, "Les traductions grecques..., σ. 213-4.
[78] Μὲ τὸν ὅρο Συμβολὲς ἀποδίδουμε τὸν λατινικὸ πρωτότυπο Collationes, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἐτυμολογικὰ εἶναι ἀκριβέστερος ὅρων, ὅπως συνομιλίες, ὁμιλίες, διαλέξεις, συζητήσεις κτὅ, ἀλλὰ κυρίως ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Κασσιανὸς στὸ ἔργο του Περὶ ἐνσαρκώσεως χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο Collatio γιὰ νὰ ἀποδώσει στὰ λατινικὰ τὸ ἑλληνικὸ Σύμβολον. Μὲ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ὅρου Συμβολή, ἀκολουθοῦμε μεταφραστικὴ πορεία ἀνάλογη ἐκείνης τοῦ Κασσιανοῦ καὶ ἔτσι διατηροῦμε τὴ σύνδεση ποὺ φαίνεται νὰ ἐπιχειρεῖ ὁ Κασσιανὸς μεταξὺ τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως καὶ τῶν Συμβολῶν τῶν ἀσκητικῶν πατέρων. Ἀπόλυτη ἀντιστοιχία θὰ ὑπῆρχε ἂν ἀποδίδαμε τὶς τελευταῖες μὲ τὸν ὅρο Σύμβολα, ἀλλά, στὰ ἑλληνικὰ τοὐλάχιστον, τέτοια ἀπόδοση θὰ ἦταν μᾶλλον πομπώδης. Ὁ ὅρος Συμβολή, ἄλλωστε, ἀποδίδει στὰ ἑλληνικὰ καλύτερα τὶς ἔννοιες τῆς συλλογῆς καὶ τῆς συμπύκνωσης, ποὺ κατὰ τὸν Κασσιανό, καὶ τὸ ἑλληνικὸ Σύμβολο καὶ ἡ λατινικὴ Collatio δηλώνουν (βλ. DI VI.4), χωρὶς νὰ χάνεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς ὁμιλίας καὶ διαλέξεως, ποὺ προσιδιάζει στὶς Collationes τῶν γερόντων.
[79] Πρβλ. Dekkers, "Les traductions grecques..., σ. 214.
[80] Inst. praef. 3. Θεωρεῖται πολὺ πιθανὸ ὅτι συνάντησε ἐπίσης τὸν Εὐάγριο Ποντικό. βλ. Chadwick, John Cassian, σ. 26. Βέβαιο πάντως εἶναι, ὅτι ὄχι μόνο ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴ διδασκαλία του, ἀλλὰ καὶ ὅτι εἶχε διαβάσει συγγράμματά του.
[81] Βλ. Inst. praef. 2 ὅπου οἱ "disciplinae" καὶ τὰ "instituta" τῶν "Ἀνατολικῶν καὶ τῶν Αἰγυπτίων" (Orientalium et Aegyptiorum) παρουσιάζονται ὡς ἡ ὕψιστη ἀνθρώπινη γνώση, ἀνώτερη τῆς ὁποίας εἶναι μόνον ἡ θεία σοφία. πρβλ. Inst. praef. 3· "Orientalium maximeque Aegypti­orum".
[82] Βλ. Moran, "St. Patrick".
[83] Βλ. Daly, Benedictine monasticism..., σ. 56.
[84] Βλ. Ἅγ. Πατρίκιος, Ἐξομολόγηση.
[85] Βλ. Dekkers, "Les traductions grecques..., σ. 214.
[86] 12 ἐπιπλέον Κανόνες ἐμφανίζονται τὸν ἕβδομο αἰώνα. βλ. Vogüé, Les Règles Monastiques..., σ. 13-4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου