Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Τα πρώτα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης

Τα πρώτα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης



Τα πρώτα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης


ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Κεφάλοαιο Β'
Τα πρώτα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
      Αν και κάποιοι13 δέχονται πως ο Μ. Κωνσταντίνος πρέπει να μερίμνησε για την ανώτατη εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη, δυστυχώς, δεν μας σώζεται τέτοια πληροφορία στις πηγές, ούτε από τον βιογράφο του Ευσέβιο Καισαρείας. Μπορούν, βέβαια, να γίνουν κάποιες ασφαλείς υποθέσεις, όπως για παράδειγμα, ότι στην νέα πρωτεύουσα του κράτους πρέπει να συγκεντρώθηκαν φημισμένοι διδάσκαλοι της εποχής, ότι ο νέος διοικητικός μηχανισμός απαιτούσε εκπαιδευμένα στελέχη, ότι εκπαιδευτικό σύστημα προϋπήρχε στο Βυζάντιο παρόμοιο με τα αντίστοιχα άλλων πόλεων της αυτοκρατορίας, αλλά όλα αυτά είναι υποθέσεις. Από την άλλη, το σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τα εγκαίνια της πόλης (330) μέχρι τον θάνατο του ιδρυτή της (337), μάλλον δείχνει ότι ο μ. Κωνσταντίνος δεν πρόλαβε να πράξει κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση.
      Κρατική μέριμνα για την ανώτατη εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη ελήφθη την εποχή του διαδόχου του Κωνστάντιου Β' (337-361). Στα χρόνια του αυτοκράτορα αυτού, ιδρύθηκε το πρώτο γνωστό πανεπιστημιακό ίδρυμα, το «Μέγα Διδασκαλείον», το οποίο στεγάστηκε στο Καπιτώλιο. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε κέντρο αντιγραφής χειρογράφων, όπως μας πληροφορεί ο Θεμίστιος στον Δ' λόγο που εκφώνησε προς τιμήν του Κωνστάντιου, την 1η
Ιανουαρίου του 357. Η προσφορά αυτού του αντιγραφικού κέντρου ήταν σημαντικότατη για την διατήρηση των αρχαίων κειμένων. Ήταν η εποχή της μεταγραφής των κειμένων από τα ειλητάρια παπύρου σε κώδικες περγαμηνής. Η δημιουργία του πανεπιστημιακού ιδρύματος προϋποθέτει, όχι όμως αναγκαστικά, την ύπαρξη βιβλιοθήκης. Από την άλλη η ύπαρξη του αντιγραφικού κέντρου, προϋποθέτει συλλογές χειρογράφων και οδηγεί στην δημιουργία της. Με τα δύο παραπάνω συμπεραίνουμε την ίδρυση κρατικής βιβλιοθήκης στην Κωνσταντινούπολη από τον Κωνστάντιο, ενώ κάποιοι την ανάγουν στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον εμπλουτισμό την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη, με έργα που προέρχονταν από την βιβλιοθήκη του Γεωργίου του Καππαδόκη14 και από την προσωπική συλλογή του αυτοκράτορα.

       Σημαντικά μέτρα για την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου (auditorium Capitolii) έλαβε ο Θεοδόσιος Β' (408-450), ίσως καθ' υπόδειξιν της συζύγου του Ευδοκίας15. Με το διάταγμα της 30 Νοεμβρίου 414 μ.Χ. κατοχυρώθηκαν τα προνόμια των καθηγητών του Πανεπιστημίου16. Με το διάταγμα που εκδόθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 427 διαχωρίζονταν οι διδάσκαλοι σε δημόσιους και ιδιωτικούς. Αφ' ενός απαγορευόταν η δημόσια διδασκαλία στους ιδιωτικούς διδασκάλους, αφ' ετέρου απαγορευόταν σε καθηγητές του Πανεπιστημίου να παραδίδουν ιδιωτικά μαθήματα. Σε αντίθετη περίπτωση καταργούνταν τα προνόμιά τους. Επίσης απαγορεύτηκε οποιαδήποτε διδασκαλία σε δημόσιες αίθουσες, εκτός αυτών του Πανεπιστημίου17. Στην συνέχεια καθορίστηκαν οι έδρες διδασκαλίας. Σε σύνολο 31 καθηγητών, οι 16 δίδασκαν ελληνική φιλολογία, γραμματική, φιλοσοφία, ρητορική, ενώ 15 λατινική φιλολογία, γραμματική και νομική18.
       Πρόβλημα τοπογραφίας του Πανεπιστημίου δημιουργεί η διάταξη XV.1.53. Ενώ στις προηγούμενες διατάξεις  έχουμε το auditorium Capitolii, για το οποίο ο έπαρχος πρέπει να μεριμνήσει, ώστε να παραχωρηθεί ξεχωριστεί αίθουσα σε κάθε έδρα (XIV.9.3), η παραπάνω διάταξη αναφέρεται σε μια απροσδιόριστη τοποθεσία, όπου οι εξέδρες της βόρειας στοάς έπρεπε να παραχωρηθούν για διδασκαλία, μαζί με τις εξέδρες ανατολικής και δυτικής στοάς19. Έχει, λοιπόν, υποτεθεί, ότι αρχικά το ίδρυμα στεγαζόταν στην Βασιλική, και μεταφέρθηκε στο Καπιτώλιο το 425 μ.Χ. Στη συνέχεια επανήλθε στη Βασιλική, ακριβέστερα στο Οκτάγωνον ή Τετραδήσιον Οκτάγωνον, μέχρι που κάηκε το 532 μ.Χ. κατά τη Στάση του Νίκα20.
      Έχει γίνει η υπόθεση, ότι ένας από τους σκοπούς του «Μεγάλου Διδασκαλείου» ήταν να υποκαταστήσει την Ακαδημία των Αθηνών στην εκπαίδευση, να δημιουργήσει ένα χριστιανικό αντίβαρο της ειδωλολατρικής σχολής21. Μ' αυτήν την άποψη δεν συνάδει το γεγονός, της απόδοσης μίας μόνο έδρας φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Πραγματικά, αν πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να υποβαθμίσει τον ρόλο της αθηναϊκής σχολής, στο γνωστικό αντικείμενο της φιλοσοφίας, θα έδινε πολύ περισσότερες έδρες στην διδασκαλία της, και φυσικά θα προσπαθούσε να συγκεντρώσει  φημισμένους δασκάλους, που θα προσέλκυαν μαθητές απ' όλη την αυτοκρατορία. Κάτι τέτοιο, όμως δεν έγινε, αντίθετα στην φιλοσοφία δόθηκε μία μόνο έδρα, ενώ τα άλλα μαθήματα που διδάσκονταν, μας πείθουν ότι επρόκειτο για σχολή δημόσιας διοίκησης. Σκοπός, δηλαδή, της κυβέρνησης ήταν να μορφώσει τα μελλοντικά στελέχη της. Από την άλλη η Ακαδημία των Αθηνών, η οποία καμιά σχέση δεν είχε με την Ακαδημία του Πλάτωνα, αλλά είχε ιδρυθεί από τον Πλούταρχο τον Διάδοχο (πεθ. 431/2) - ήταν πιθανότατα το σπίτι του - 750 χρόνια μετά τον Πλάτωνα, δίδασκε μόνο φιλοσοφία, για την ακρίβεια νεοπλατωνική φιλοσοφία. Την εποχή αυτή (425) ο πιο φημισμένος καθηγητής της, ο Πρόκλος (412-485) είτε βρισκόταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, είτε είχε ξεκινήσει για την Αλεξάνδρεια. Συνεπώς η νεοσύστατη Ακαδημία στηριζόταν στην φήμη της Αθήνας, ως κέντρου φιλοσοφικών σπουδών και δεν είχε δημιουργήσει ακόμη η ίδια, τη φήμη που θα αποκτούσε αργότερα, επί σχολαρχείας Πρόκλου (430-485). Φήμη που στηρίζονταν στην εξάσκηση μαγικών-μυστικιστικών τελετών, ως πρακτική της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας ήδη από την εποχή του Ιάμβλιχου (245-325). Είναι σίγουρο, ότι σ' αυτό το τελευταίο κανένας αυτοκράτορας δεν θα ήθελε το Πανεπιστήμιο να συναγωνιστεί την Ακαδημία.
       Ο Ιουστινιανός (527-565) μετονόμασε το «Μέγα Διδασκαλείον» σε «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Το πρώτο συνθετικό του όρου θα επιδράσει αργότερα στην λατινική του μορφή (universitas) των Πανεπιστημίων με πρώτο αυτό της Μπολόνια το 1088 μ.Χ. Ο αυτοκράτορας αυτός έριξε το βάρος της εκπαιδευτικής πολιτικής του στην νομική παιδεία και αναδιοργάνωσε το πρόγραμμα σπουδών. Η νομική από έδρα έγινε ξεχωριστή σχολή με 4 έδρες καθηγητών (antecessors) και 5-ετή φοίτηση. Το πρόγραμμα διδασκαλίας είχε ως εξής:
           1ο έτος - Εισηγήσεις, 1ο μέρος του Πανδέκτη
           2ο έτος - 2ο μέρος Πανδέκτη
           3ο έτος - 3ο μέρος Πανδέκτη
           4ο έτος - 4ο & 5ο μέρος Πανδέκτη και κατ' ιδίαν διδασκαλία
           5ο έτος - Ιουστινιάνειος Κώδικας
Οι μαθητές χωρίζονταν σε κατηγορίες αναλόγως του έτους σπουδών, έτσι
           Οι πρωτοετείς καλούνταν Dupondi ή Justiniani Novi
           Οι δευτεροετείς, Edictales
           Οι τριτοετείς, Papinianistae,
           Οι τεταρτοετείς, Προλύται,
           Οι πενταετείς, Λύται.
       Το «Οικουμενικόν Διδασκαλείον» ενεπρύσθη το 532 μ.Χ. κατά την διάρκεια των ταραχών της Στάσης του Νίκα. Μεταφέρθηκε ξανά στο Καπιτώλιο.
       Από το έργο του Θεοφύλακτου Σιμοκάττη πληροφορούμαστε έμμεσα, ότι το Πανεπιστήμιο έκλεισε την περίοδο διακυβέρνησης του Φωκά22. Στον διάλογο μεταξύ Ιστορίας και Φιλοσοφίας, που προτάσσει ο Θεοφύλακτος στο έργο του, η Φιλοσοφία ως μήτηρ ρωτά την κόρη της Ιστορία, πως συνέβη και αναγεννήθηκε, ενώ στην προηγούμενη περίοδο της βασιλείας του Φωκά, ήταν νεκρή. Συγκεκριμένα για τον εαυτό της αναφέρει ότι εξοστρακίσθηκε από την βασιλική στοά, αλλά την επανέφερε η δυναστεία των Ηρακλειδών. Το ίδιο έμμεση είναι και η πληροφορία που μας δίδει η Ιστορία, η οποία αναφέρει ως σωτήρα της τον «αρχιερέα και πρόεδρον όλης της οικουμένης», «τον ιεροφάντην της μεγαλόνοιας», χαρακτηρισμοί που υπονοούν τον πατριάρχη Σέργιο23. Από το κείμενο μπορούμε να υποθέσουμε, όχι όμως με ασφάλεια, την συνδρομή της Εκκλησίας, στην επαναλειτουργία του Πανεπιστημίου, όπως και αν την εννοεί κάποιος. Αν και το κλείσιμο του Πανεπιστημίου αμφισβητείται, το σίγουρο είναι ότι ο Φωκάς ακολούθησε κάποια συγκεκριμένη πολιτική, έλαβε συγκεκριμένα μέτρα, κι έγινε λαομίσητος. Η αντιπάθεια των πολιτών δεν ήταν αόριστη, και αυτό καταγράφηκε ευρηματικά σε κείμενα όπως αυτό του Σιμοκάττη. Δεν είναι απλώς μια κάποια γλαφυρότητα στο ύφος ενός ιστορικού που γράφει στα χρόνια του Ηρακλείου.
       Για την δύσκολη εποχή που ακολούθησε, αναφέραμε την επαναλειτουργία του Πανεπιστημίου, από τον Ηράκλειο. Ως καθηγητής της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών (τετρακτυς) αναφέρεται ο Στέφανος ο Αλεξανδρέας24. Ο εν λόγω καθηγητής φέρεται να είναι ο συγγραφέας ενός αλχημιστικού εγχειριδίου εννέα λόγων (πράξεων)25, γνωστού ως Πραγματεία της ιεράς τέχνης της του χρυσού ποιήσεως. Ίσως, για τις γνώσεις του αυτές να τον προσκάλεσε ο Ηράκλειος στην Κωνσταντινούπολη, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, και έλλειψης χρυσού. Δεν αναφέρεται αν τα πειράματά του απέδωσαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εξάλλου η αλχημεία ήταν μια θεωρητική επιστήμη, που στηρίζονταν σε φιλοσοφικές αρχές και η πειραματική αποτυχία δεν την πτοούσε, όπως και η αστρολογία. Αν ο Στέφανος ο Αλεξανδρεύς ταυτίζεται με τον Στέφανο τον Μαθηματικό, τότε είναι και ο συντάκτης ενός ωροσκόπιου του Ηρακλείου, που προέβλεπε ότι ο αυτοκράτορας θα πέθαινε από το νερό και του δημιούργησε την γνωστή υδροφοβία26.
      
Άλλος «οικουμενικός διδάσκαλος» της εποχής αναφέρεται ο Γεώργιος Χοιροβοσκός, ο οποίος δίδασκε γραμματική και φιλολογία. Από τα έργα του έχουν σωθεί Σχόλια στους Κανόνες του Θεοδοσίου, μαθήματα για το Ονοματικόν του Ηρωδιανού και το Ρηματικόν του Απολλωνίου του Δύσκολου και αποσπάσματα μαθημάτων στην Τέχνη του Διονυσίου του Θρακός27. Αυτό το τελευταίο έργο χρησιμοποιήθηκε σε όλη την διάρκεια της αυτοκρατορίας. Έπαιξε σημαντικό ρόλο την περίοδο της Αναγέννησης, καθώς υπήρξε βοήθημα, τόσο του Κωνσταντίνου Λάσκαρι, όσο και του Ουρβανού de Belluno, για την σύνταξη της ελληνικής γραμματικής των νεοτέρων χρόνων28

Η Σχολή των Μαγγάνων - Επίλογος

Η Σχολή των Μαγγάνων - Επίλογος



Η Σχολή των Μαγγάνων - Επίλογος
 
ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ
Κεφάλαιο Ε' - Επίλογος
Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΜΑΓΓΑΝΩΝ
           Διαφωνία υπάρχει, επίσης, με την εικασία που θέλει τους πολέμαρχους αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας να αμελούν την λειτουργία του πανεπιστημίου, ελλείψει οικονομικών μέσων ή άλλων δικαιολογιών. Στην Νεαρά του Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου (1042-1055), έργο που συντάχθηκε από τον Ιωάννη Μαυρόποδα και περιλαμβάνεται στην συλλογή των έργων του, την οποία εξέδωσε ο Paulus de Lagarde από τον ελληνικό κωδικα του Βατικανού Νο 676, διαβάζουμε: «δεινόν γαρ και τω όντι και σχέτλιον ταις μεν άλλαις επιστήμαις και τέχναις, όσαι τε λογικαί, και των βαναύσων ενίαις, και χώρας ιδίας και καθηγεμόνας αποτέταχθαι, προεδρίας τε κεκληρώσθαι και σιτήσεις προσαφωρίσθαι και τι γαρ ου προσείναι καλόν εις παραμυθίαν των μετιόντων, το δε πάντων μεν μαθημάτων αναγκαιότατων, πάντων δε σπουδασμάτων βιωφιλέστατον, ου χωρίς τάλλα πάντα περιττά και ανόητα (τι γαρ όφελος τούτων, ευνομίας αποιχομένης;), τούτο δη καθ' άπερ αλλόφυλον της πολιτείας απελήλασθαι και μήτε τόπον έχειν οικείον εν αυτή γινωσκόμενον μήτε τάξιν τινα, μη βαθμόν, μη προνόμιον, αλλ' όλως ημέλησθαι και απερρίφθαι και οιωνεί τι φαύλον τεχνύδριον ασυντελές παντελώς προς την ανθρωπίνην ζωήν αδιατύπωτον ούτω και αδιάρθρωτον μένειν, ελεούμενον μάλλον ή θαυμαζόμενον, και θρήνου μάλλον ή ζήλου νομιζόμενον άξιον47;». Με την νεαρά αυτή ιδρύθηκε νομική σχολή το 1045 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Στο παραπάνω εδάφιο ο συντάκτης θεωρεί αδικαιολόγητη την ανυπαρξία νομικής σχολής, ενώ υπήρχε σχολή για τις άλλες επιστήμες και τέχνες.Η έμμεση αυτή μαρτυρία μας πληροφορεί, ότι η σχολή διέθετε και δική της περιουσία (χώρας), προφανώς από δωρεές, για να μπορεί να συντηρείται, οπότε η διάθεση πόρων για τις εκστρατείες των προηγούμενων αυτοκρατόρων δεν επηρέαζε αναγκαστικά την λειτουργία της. Επίσης υπήρχαν σχολάρχες (καθηγεμόνας), οι οποίοι κατείχαν τιμητικά αξιώματα (προεδρίας). Υπήρχε κρατική μέριμνα (σιτήσεις, τι γαρ ου προσείναι καλόν) για καθηγητές και σπουδαστές (μετιόντων). Έχουμε, λοιπόν, κανονική λειτουργία πανεπιστημίου, με όλα τα προβλεπόμενα. Εξάλλου, όσο και αν θέλει να πιστέψει κανείς την προσωπική εξομολόγηση του Μιχαήλ Ψελλού, ότι ήταν αυτοδίδακτος, ότι η φιλοσοφία εξέλιπε στα χρόνια που προηγήθηκαν και αυτός την αναγέννησε48, κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Είναι γνωστή επιδεκτικότητα του.
       Παράλληλα με την ήδη υπάρχουσα σχολή, δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ', και νομική σχολή, το «Διδασκαλείο των Νόμων» ή «Μουσείο Νομοθετικής». Δεν μπορεί να εννοηθεί ως τμήμα της ήδη υπάρχουσας σχολής, αλλά ως ξεχωριστό τμήμα εφόσον προβλεπόταν ξεχωριστός σχολάρχης. Έτσι, ως σχολάρχης της φιλοσοφικής, ορίσθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ' ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1081 ή 1096), με τον τίτλο «Ύπατος των φιλοσόφων», ενώ κατά την ιδρυτική νεαρά, σχολάρχης της νομικής ορίζεται ο Ιωάννης Ξιφιλίνος (1005 ή 1008-1075), με τον τίτλο «Νομοφύλαξ» ή «Εξηγητής των Νόμων». «εξηγητήν και διδάσκαλον τοις νόμοις παρασχομένη Ιωάννην τον λογιώτατον ιλλούστριον, κριτήν επί του ιπποδρόμου και εξάκτωρα, τον Ξιφιλίνον επικλήν, ος ουκ αφανώς ουδ' ασήμως ουδ' αμυδρώς επεδείξατο την εαυτού πολυμάθειαν, αλλά δημοσία και φανερώς εν αυταίς ταις των πραγμάτων πείραις εξέλαμψεν, ομοίως μεν ταις της λογιότητος, ομοίως δε και ταις της των νόμων ειδήσεως τέχναις κεκοσμημένος, και μηδέν προτιμότερον μηδέποτε θέμενος των ημετέρων κκελέυσεων49». Μετά την τελευτή του προστάτης τους αυτοκράτορα, Ξιφιλίνος και Ψελλός, κατηγορήθηκαν ως αιρετικοί και έλαβαν την άγουσαν προς κάποιο μοναστήρι του Ολύμπου της Βιθυνίας. Τον Μιχαήλ Ψελλό διαδέχθηκε στην θέση του «Ύπατου των φιλοσόφων» ο Ιωάννης Ιταλός. Ανακλήθηκαν αμφότεροι με την άνοδο στον θρόνο του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα (1059-1067), μαθητή του Ψελλού. Ο Ξιφιλίνος τότε ανέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο ως Ιωάννης Η'.
       Η νομική σχολή στεγάστηκε στον χώρο της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων. «έσται γαρ από της παρούσης μετά της εξ ουρανού βοηθείας και συνεργείας ανειμένον μεν τοις νόμοις εις παιδευτήριον το κάλλιστον σχεδόν και τερπνότατον οίκημα του ευαγούς ημών οίκου, ον επί κρείττοσιν ελπίσι κατασκευάσαντες, θεώ των πάντων ημίν των αγαθών δοτήρι καθιερώσαμεν, και των εν μάρτυσιν περιώνυμον, τον και κλήσει και πράγματι τροπαιοφόρον Γεώργιον οιωνεί τινα μέγαν οικοδεσπότην αυτή και οικιστήν τε και φύλακα λαμπρώς επεστήσαμεν, ω και τον εκείσε θείον ναόν ου της μαρτυρικής χωρίς (οίμαι) συνευδοκίας άμα και αντιλήψεως εκ καινής ανηγείραμεν και εις ιερόν φροντιστήριον τον οίκον κατασκευάσαμεν». Φαίνεται δηλ. ότι ο χώρος ανακαινίσθηκε, για να στεγάσει την σχολή. Παράλληλα η νεαρά επαγγέλεται και την ίδρυση νομικής βιβλιοθήκης: «τούτο δ', ότι φυλάξει και τας βίβλους των νόμων, ας εκ της εκείσε βιβλιοθήκης παρά του ευλαβεστάτου βιβλιοφύλακος εις ελευθέραν λήψεται χρήσιν και προς το δοκούν αυτώ μεταχειριείται, δηλ. τας χρειωδεστέρας και προς την διδασκαλίαν των νόμων χρησιμοτέρας˙». Από το απόσπασμα αυτό δεν συνάγεται, ότι ο «νομοφύλαξ» ήταν και ο «βιβλιοφύλαξ».
       Ειδικά προνόμια καθιερώθηκαν για τον «νομοφύλακα»: «τοιούτοις δε χρήσεται δικαίοις και προνομίοις˙ εναριθμήσεται μεν τοις μεγαλοδόξοις συγκλητικοίς, έξει δε και καθέδραν ευθύς μετά τον επί των κρίσεων, ω και προς το ημέτερον κράτος συνεισελεύσεται, καθ' ας κακείνος ημέρας, και της ημετέρας ομιλίας και όψεως ωσαύτως αξιωθήσεται, ως καντεύθεν η προθυμότερος, τω της τιμής υπερέχοντι διαφερόντως εναβρυνόμενος. Και ρόγαν ανά παν έτος λήψεται εξ ημετέρων χειρών λίτρας τέσσαρας και βλαττίον και βαΐον, σιτηρέσιον δε χάριν έξει τάδε και τάδε». Οι διαλέξεις του νομοφύλακος δίδονταν δωρεάν προς πάντα μαθητή, «αναργύρως δε πάσι και αμισθί διαλέξη». Επιτρεπόταν, όμως να δέχεται δώρα, από γόνους πλούσιων οικογενειών, «πλην ει μήπου τις τούτων εξ ευδαίμονος ορμώμενος οίκου, ευγενώς τον διδάσκαλον φιλοφρονήσασθαι βούλοιτο˙ τότε γαρ ουχ όπως απαγορεύομεν την λήψιν του διδομένου, αλλά δη και προσεπαινούμεν,...». Η νομική αυτή σχολή υπήρξε το εκκολαπτήριο των δημόσιων λειτουργών. Η νεαρά, μετά την έκθεση του δύσκολου εγχειρήματος της νομικής μόρφωσης και τον έπαινο των φιλοπονούντων, υποσχόταν: «...ως ουκ εις κενόν ουδ' εις μάτην τα της σπουδής υμίν έσται, αλλ' αυτοί τε τον βίον ευκλεέστερον ζήσεσθε, και πολλών μερών άρξετε της ημετέρας ηγεμονίας˙ δήλον γαρ ως τους όνομα και δόξαν λαμπράν επί νομοθεσία λαβόντας και η βασιλεία ημών και οι μεθ' ημάς αεί βασιλεύσοντες προκρινούμεν των άλλων εν ταις διανομαίς των αρχών, και αντίδοσιν πρέπουσαν υμίν αντιδώσομεν της αγαθής προαιρέσεως».
       Η νομική αυτή σχολή της Κωνσταντινούπολης υπήρξε πρότυπο για την ίδρυση παρόμοιων σχολών στην Ευρώπη, με πρώτη την νομική σχολή της Μπολόνια (έτος ίδρ. 1088 μ.Χ.). Δεν είναι τυχαίο ότι η αναβίωση των νομικών σπουδών ξεκινά για την Ευρώπη την εποχή αυτή, στην πόλη της Μπολόνια. Εν συντομία, οι παράγοντες που είχαν καθοριστική επίδραση προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οι εξής: στην Ιταλία η συνέχεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, επέτρεψε την επιβίωση των αστικών κέντρων, την εποχή που τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά εξαφανίστηκαν υπό την βαρβαρική κυριαρχία. Αυτά μετά την οριστική πτώση και του τελευταίου ρωμαϊκού οχυρού στους Νορμανδούς το 1071 μ.Χ. προεξήρχαν στην αστική ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης και στην αντίστοιχη οικονομική. Οι συντεχνίες των εμπόρων (Universitas Mercatorum Italiae Nundinas Campaniae ac Regni Franciae Frequentantium)50 , μετέφεραν τους κανόνες της επιχειρηματικής δραστηριότητας (τον άγραφο lex mercatorum), της οποίας η ορθή λειτουργία έθετε επιτακτική την ανάγκη της δημιουργίας του κατάλληλου νομικού πλαισίου, που θα καθόριζε συναλλαγές, συμβόλαια, πιστώσεις κ.τ.λ. Ή της αντιγραφής του. Το έτοιμο νομικό πλαίσιο βρήκαν οι Δυτικοί στον Πανδέκτη του Ιουστινιανού. Ο πρώτος καθηγητής στην Δύση που ασχολήθηκε με αυτόν ήταν ο Irnerius (1055-1125)51, διδάσκαλος της ρητορικής της λατινικής γλώσσας. Η γλωσσική μεθοδολογία του, έγινε το πρότυπο της διαδικασίας προσέγγισης των ρωμαϊκών νομικών κειμένων από τους δυτικούς σχολαστικούς του μεσαίωνα (glossators). Επομένως, δύσκολα μπορεί να σταθεί συμπέρασμα για την επιβίωση νομομαθών στην Δύση, απλά και μόνο από την μελέτη του κειμένου του Πανδέκτη, εφόσον αυτό προσεγγίστηκε αρχικά με φιλολογική ερμηνευτική και όχι νομική.  Από διδάσκαλος της ρητορικής ο Irnerius έγινε νομοδιδάσκαλος, και magister. Συν τω χρόνω δημιουργήθηκε και η universitas magistrorum et scolarium και προέκυψε στη Δύση το πανεπιστήμιο. Ύλη, τίτλοι, ακόμη και αυτοκρατορική προστασία αντιγράφηκαν από τα αντίστοιχα βυζαντινά. Η Authentica Habita (αυτοκρατορικό προνόμιο), που δόθηκε από τον Φρειδερίκο Α' Βαρβαρόσσα το 1155 μ.Χ. στους σπουδαστές της Μπολόνια, είναι το πρώτο δυτικό αυτοκρατορικό διάταγμα και αφορούσε την νομική κατοχύρωση και προστασία τους52. Χρειάστηκαν άλλα 58 χρόνια, για να παραχωρηθεί το άσυλο στο πανεπιστήμιο του Παρισιού το 1208 μ.Χ. μετά από εξαετή αντιπαράθεση με την Αγία Έδρα.
       Ακόμη και η επίδοση διπλωμάτων στους σπουδαστές ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, όπως μας δείχνει η προαναφερθείσα νεαρά: «και μη μόνον αυτούς (συμβολαιογράφους και δικηγόρους) πάντα τρόπον εκπονείν και μανθάνειν επιμελώς τα των νόμων παρά τω λογιοτάτω νομοφύλακι, αλλά μηδ' εντάττεσθαι πρότερον τοις τοιούτοις συστήμασι, πριν αν ούτος αυτός ο διδάσκαλος αυτοίς επιμαρτυρήσοι, και την εκείνων υπόληψιν επί τε τη των νόμων μαθήσει και τη λοιπή δεξιότητι - γλώττης άμα φωνή και χειρός γραφή - βεβαιώσοι».
       Το συγκρότημα των Μαγγάνων περιελάμβανε εκτός της Μονής του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και της νομικής σχολής, νοσοκομείο και ανάκτορο. Στο νοσοκομείο αυτό γινόταν η πρακτική εξάσκηση των σπουδαστών της ιατρικής. Την πρόνοια των Μαγγάνων είχε αναθέσει ο Κωνσταντίνος Θ' στον Κωνσταντίνο Λειχούδη, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντίνο Γ' (1059-1063), κατά τον Ζωναρά: «τη δ' εκκλησία τον πρόεδρον και πρωτοβεστιάριον Κωνσταντίνον τον Λειχούδην αντικατέστησεν (ο Ισαάκιος Α' Κομνηνός), άνδρα ταις των κοινών πραγμάτων επί μακρόν εμπρέμψαντα διοικήσεσι και ανέγκλητον διαμείναντα, ώπερ ο Μονομάχος και την των Μαγγάνων ανέθετο πρόνοιαν και τα περί της ελευθερίας αυτών ενεπίστευσεν έγγραφα53». Στο απόσπασμα αυτό μνημονεύεται φοροαπαλλαγή της περιοχής. Η ακριβής έννοια της λέξης πρόνοια δεν έχει διελευκανθεί54. Ίσως εννοείται η ηγουμενία της Μονής. Από τον ίδιο ιστορικό μαθαίνουμε, ότι στην συνέχεια ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ' Βοτανειάτης (1078-1081) χορήγησε με χρυσόβουλο την Μονή του Αγίου Γεωργίου με το ανάκτορο και την Μονή του Εβδόμου στην σύζυγό του Μαρία της Αλανίας, χήρα του Μιχαήλ Ζ' Δούκα του Παραπινάκη (1071-1078): «ήδη γαρ ειλήφει (Μαρία η Αλανή) ταύτα ( τα ανάκτορα των Μαγγάνων) και την μονήν, αλλά μέντοι και την του Εβδόμου διά χρυσοσημάντου του Βοτανειάτου γραφής»(XVIII.21).
       Η μέριμνα των επόμενων αυτοκρατόρων για την παιδεία αναφέρεται επίσης στον Ζωναρά. Για τον Ισαάκιο Α' Κομνηνό (1057-1059) αναφέρει: «εβασίλευσε δε δύο ενιαυτούς και μήνας τρεις δραστήριος ων και το ήθος σοβαρόν ενδεικνύμενος, προς πράξεις οξύτατος, στρατηγικότατος τα πολέμια, λόγοις μεν ουχ ωμιληκώς, προσέχων δ' αυτοίς και τους τούτων τροφίμους προσδεχόμενος55». Για τον Κωνσταντίνο Ι' Δούκα (1059-1067) αναφέρει περίπου τα ίδια: «λόγοις δε ουχ ωμιληκώς ηγάπα τούτους και τους λογίους εσέβετο, και έλεγε βούλεσθαι μάλλον εκ λόγων ή της βασιλείας γνωρίζεσθαι56».
       Μέριμνα για την ανώτατη παιδεία της Κωνσταντινούπολης έλαβε και ο Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081- 1118), όπως μας εκμυστηρεύεται η κόρη του Άννα Κομνηνή: «επεί δε τα ωδί παιδείας εύρεν απάσης ενδεώς έχοντα και τέχνης λογικής, του λόγου πόρρω που απελαθέντος, αυτός, ει που σπινθήρες τινες ήσαν τούτου υπό σποδιά κρυπτόμενοι, αναχωνύειν ηπείγετο, και τους όσοι περί τα μαθήματα επιρρεπώς είχον, (ήσαν γαρ τινες και ούτοι βραχείς και μέχρι των Αριστοτελικών εστηκότες προθύρων,) τούτους προς μάθησιν οτρύνων ουκ ενεδίδου, προηγείσθαι δε την των θείων μελέτην της Ελληνικής παιδείας επέτρεπε57». Εδώ συναντάται για ακόμη μια φορά το εγκωμιαστικό σχήμα που θέλει τον αυτοκράτορα να ανασταίνει μια νεκρή παιδεία. Ίσως δεν πρέπει να δοθεί προσοχή σε αυτό, αλλά απλώς να υπολογιστεί, ότι ο Αλέξιος Α' ανήκει στην μακρά σειρά των αυτοκρατόρων που μερίμνησαν για την εκπαίδευση των στελεχών της κυβέρνησής του.
       Πέραν, όμως από το εκπαιδευτικό θέμα ο Αλέξιος κλήθηκε ν' αντιμετωπίσει και το πρόβλημα που δημιούργησε η παρουσία του Ιωάννη του Ιταλού (1025-1090) στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός γεννήθηκε στην Καλαβρία και σπούδασε στην Νότια Ιταλία, κυρίως Αριστοτέλη. Στην Κωνσταντινούπολη ήλθε το 1055 μ.Χ. και γνώρισε την πλατωνική φιλοσοφία από τον Μιχαήλ Ψελλό. Στην συνέχεια διαδέχθηκε τον διδάσκαλό του στην θέση του «Ύπατου των φιλοσόφων» στο Πανδιδακτήριον. Η προσπάθειά του να εισαγάγει φιλοσοφικές πλάνες στα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και δυτικίζουσες αιρετικές διδασκαλίες, όπως η προσωρινότητα της κολάσεως και η μη προσκύνηση των εικόνων, αντιμετωπίστηκε από σύνοδο το 1082 μ.Χ. Την Σύνοδο συγκάλεσαν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός και ο πατριάρχης Ευστράτιος Γαρίδας (1081-1084) και προήδρευσε ο μητροπολίτης Ηρακλείας Θεόφιλος. Ενώπιον της Συνόδου ο Ιωάννης Ιταλός δεν αποκήρυξε τις ιδέες του αλλά έκανε μια ασαφή ομολογία πίστεως, με αποτέλεσμα την καθαίρεσή του από την θέση που κατείχε στο Πανδιδακτήριο. Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας αναθεματίζει 11 από τις κακοδοξίες του. Ακολούθησε και δεύτερη δίκη ενώπιον μεικτού δικαστηρίου, με κατήγορο τον ίδιο τον Αλέξιο Κομνηνό. Με όλα τα παραπάνω μπορεί να ξαναδιβασθεί το απόσπασμα της Αλεξιάδας, το οποίο μέσα στο έργο εμπλέκεται με την παραπάνω υπόθεση του Ιωάννη του Ιταλού, και να βγει το συμπέρασμα ότι αυτό που εννοεί η Άννα Κομνηνή, δεν αφορά την ίδια την εκπαίδευση, εφόσον το πανδιδακτήριο λειτουργούσε κανονικά, αλλά ότι δεν υπήρχε κάποιος ικανός να αντιμετωπίσει τον φιλόσοφο, και τον ρόλο αυτό ανέλαβε ο πατέρας της, κι έτσι τον εμφανίζει τελικά υπέρμαχο της Ορθοδοξίας. Γι' αυτό και το απόσπασμα ξεκινά: «αλλά ταύτα μεν ήσαν προ του αναχθήναι τον εμόν πατέρα εις την της βασιλείας περιωπήν˙», ενώ η εξιστόρηση του περιστατικού τελειώνει έτσι: «και μεγάλως η του βασιλέως ψυχή εδάκνετο, εις έντεκα τινα κεφάλαια τα δογματισθέντα κακώς παρά του Ιταλού συνεκεφαλαιώσατο και τω βασιλεί εξαπέστειλαν. Ο δε αυτοκράτωρ αυτά ταύτα τα κεφάλαι τον Ιταλόν αναθεματίσαι επ' άμβωνος εν τη μεγάλη εκκλησία εκέλευσεν ανακεκαλυμένη τη κεφαλή, του πλήθους άπαντος ακροωμένου και επιλέγοντος αυτοίς το ανάθεμα».
       Με πολύ απλό τρόπο εξηγεί την αιτία της καταδίκης ο καθηγητής Ν. Ματσούκας: «Ο σοφός μαθητής του Ψελλού δεν φιλοσόφησε για την παίδευση, αλλά για να εξηγήσει και να υποκαταστήσει τα δόγματα της εκκλησίας, όπως λόγου χάρ είναι το δόγμα της υποστατικής ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού. Αν ο φιλοσοφικός του στοχασμός επιχειρούσε να περιγράψει τις προεκτάσεις αυτού του δόγματος στη ζωή των ανθρώπων, να τις αναλύσει και να τις εμηνεύσει δεν θα είχε ν' αντιμετωπίσει καμιά δίωξη˙ αν με άλλα λόγια ακολουθούσε την πρότροπή του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και φιλοσοφούσε περί Χριστού παθημάτων. Όμως επιχείρησε να υποκαταστήσει κατά κάποιο τρόπο μια εμπειρία χαρισματικής ζωής με το φιλοσοφικό στοχασμό, που τον χρησιμοποίησε "μη δια απίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις"58».
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
       Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ' Σταυροφορίας σήμανε μια προσωρινή διακοπή της παραδοσιακής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Πόλη, αλλά όχι και στη Ρωμηοσύνη. Στα ρωμαίικα κράτη που διαμορφώθηκαν, πρώτο μέλημα των Ρωμηών ήταν να συνεχίσουν την εκπαιδευτική τους παράδοση.
       Έτσι στην αυτοκρατορία της Νίκαιας προστάτες των γραμμάτων αναδείχθηκαν ο Ιωάννης Γ' Δούκας Βατάτζης (1222-1254) και ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρης (1254-1258). Δημιουργήθηκε ανώτατη σχολή, στην οποία δίδαξαν ο Θεόδωρος Εξαπτέρυγος (1180-1236) και Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197-1269). Ο τελευταίος, αν και δεν πρόλαβε να μορφωθεί στην Κωνσταντινούπολη, ως μεταγενέστερος, σπούδασε σε σχολές της Μικράς Ασίας, γεγονός που δείχνει την υψηλή ποιότητα της γνώσης που παρέχονταν εκεί. Μαθητής του υπήρξε ο Γεώργιος Ακροπολίτης59 και ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β' Λάσκαρης. Για τον τελευταίο ανφέρεται στην Χρονική Συγγραφή του Ανωνύμου, την οποία εξέδωσε ο Κωνσταντίνος Σαθάς: «Τότε και τον του χριστομάρτυρος ήρξατο Τρύφωνος κτίσαι ναόν, και εις ο νυν οράται κάλλος και μέγεθος ήγαγε, και σχολεία γραμματικών και ρητόρων έταξεν εν αυτώ, διδασκάλους επιστήσας, και μαθητάς αποτάξας, εκ βασιλικών θησαυρών τα σιτρέσια τούτους έχειν διορισάμενος φιλοτίμως60».
       Στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, ο Αλέξιος Α' Μέγας Κομνηνός (1204-1222) αναδείχθηκε προστάτης των γραμμάτων6 . Δεν μπορεί ν' αποδωθεί σ' αυτόν η ίδρυση σχολείων όλων των βαθμίδων, ειδικά στην πόλη αυτή με την εκπαιδευτική παράδοση. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Αρμένιου Ανανία του Σιρακινού62 στην αυτοβιογραφία του. Αυτός έζησε στο πρώτο μισό του Ζ' αι. και θεωρείται ο πατέρας των θετικών επιστημών στην Αρμενία, εισηγητής των μαθηματικών, της κοσμογραφίας και του χρονολογικου συστήματος. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον βιογράφο του, ο Ανανίας σπούδασε θετικές επιστήμες στην Τραπεζούντα, κοντά στον φημισμένο διδάσκαλο Τυχικό63. Ο Τυχικός παρέδιδε τα μαθήματά του στο «μαρτύριο του Αγίου Ευγενίου», προστάτη Αγίου της πόλεως. Πολλοί νέοι ερχόταν και από την Κωνσταντινούπολη, για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του. Φαίνεται, όμως, ότι η προεξάρχουσα θέση της Τραπεζούντας, στην διδασκαλία των θετικών επιστημών, δεν διατηρήθηκε. Έτσι τον Ι' αι. ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, γενημένος στην πόλη αυτή περίπου το 925 μ.Χ. αφού έλαβε την στοιχειώδη εκπαίδευση, αναγκάστηκε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τις σπουδές του64. Μπορούμε, λοιπόν, ν' αποδώσουμε την αναδιοργάνωση της ανώτατης σχολής των θετικών επιστημών στον Αλέξιο Α'. Η σχολή αυτή λειτούργησε από το 1204 έως το 1261 μ.Χ. Οπότε και η πόλη κατελήφθη από τους Οθωμανούς.
       Από τους σημαντικούς λόγιους που σπούδασαν ή δίδαξαν στην Τραπεζούντα σημειώνουμε τους εξής:
- ο αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης (13ος-14ος αι.)
- ο ιατρός Γεώργιος Χρυσοκόκκης, με γνώσεις μαθηματικών, αστρονομίας, γεωγραφίας
- ο λόγιος Μητροπολίτης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος
- ο λόγιος κληρικός και αξιωματούχος Κωνστανίνος Λυκίτης (13ος-14ος αι.), με πεδίο έρευνας την οπτική
- ο Μανουήλ Τραπεζούντιος, μαθηματικός του 14ου , ο οποίος κατά πολλούς ίδρυσε αστεροσκοπείο στην Τραπεζούντα. Πεδίο έρευνας η τριγωνομετρία.
- ο χρονογράφος του κράτους της Τραπεζούντας Μιχαήλ Πανάρετος, συγγραφέας του Χρονικού περί των Μεγάλων Κομνηνών για την περίοδο 1204-1390, και με τον συνεχιστή μέχρι το 1426
- ο μητροπολίτης Νίκαιας και στη συνέχεια καρδινάλιος της δυτικής εκκλησίας Βησσαρίων (1389-)65.
       Φανταστικό απέδειξε η σύγχρονη έρευνα το πρόσωπο του Θεωνά, το έργο του χαλκευμένο, αποκύημα του περιβόητου πλαστογράφου του 19ου αι. Κωνσταντίνου Σιμωνίδη66.
      Στο δεσποτάτο της Ηπείρου την καλλιέργεια των γραμμάτων σηματοδοτεί η παρουσία του λόγιου Κωνστατίνου Ερμονιακού. Αυτός δίδαξε στην Άρτα στις αρχές του 14ου αι.
       Αν λάβουμε υπόψη μας, ότι στις δύσκολες ώρες της Ρωμανίας, που ακολούθησαν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το 1204 μ.Χ. οι τοπικοί Ρωμηοί βασιλείς που αναδείχθηκαν, έδειξαν ιδιαίτερη φροντίδα για την παιδεία, καταλήγουμε σε χρήσιμα συμπεράσματα.
       Η μέριμνα για την παιδεία κάθε βαθμίδας, αποτελούσε τομέα της πολιτικής των αυτοκρατόρων της Ρωμανίας, μέχρι την οριστική κατάλυση της αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς. Και η παιδεία αυτή ήταν πολύ συγκεκριμένη. Ήταν η συνέχεια εκπαιδευτικής παράδοσης των αρχαίων Ελλήνων, μια κληρονομιά, της οποίας η διαφύλαξη ήταν ευθύνη τους. Βέβαια, δεν την διαφύλαξαν, ως αρχειακό τμήμα κάποιας βιβλιοθήκης, αλλά ως ζωντανή μαθησιακή διαδικασία. Την ενστερνίστηκαν, την προσάρμοσαν, την ανέπτυξαν και την μετέδωσαν. Μέσα από αυτή την διαδικασία αναδείχθηκαν μεγάλοι λόγιοι και επιστήμονες των Μέσων Χρόνων, με εμβέλεια μεγαλύτερη των ορίων της αυτοκρατορίας και διαχρονική αξία. Η φροντίδα που επέδειξαν προσωπικά οι αυτοκράτορες, σε ελάχιστες περιπτώσεις έγινε επέμβαση, αλλά ήταν το ζητούμενο της αναζήτησης της αλήθειας, που ακύρωνε τέτοιου είδους ενέργειες και επανέφερε την ορθή γραμμή, στιγματίζοντας οποιαδήποτε παρεμβατική συμπεριφορά ως τυραννία. Αυτό εφαρμόστηκε σε όλους τομείς της επιστήμης, κυρίως στην ιστοριογραφία, την οποία ως επιστήμη παρέλαβαν από την Αρχαία Ελλάδα και ως τέτοια την διατήρησαν. Συνεπώς, δεν έχουν καμιά δόση αντικειμενικότητας οι απόψεις, που θέλουν την ιστοριογραφία της μακράς αυτής περιόδου, να είναι κατευθυνόμενη και αποκλειστικά αυτοκρατορική και πρωτευουσιάνικη. Είναι πάμπολα τα παραδείγματα, που η ιστορία, είτε γράφτηκε με θουκιδίδεια πρότυπα, είτε πιο εκλαϊκευτικά, στράφηκε, δίκαια ή άδικα, ενάντια της επίσημης πολιτικής, ακόμη και προσωπικά. Δεν είναι λάθος, λοιπόν, αν ειπωθεί με σιγουριά, ότι η φροντίδα για τις σχολές ανώτατης παιδείας, ήταν κομμάτι της πολιτικής ιδεολογίας της Ρωμανίας. Η ύπαρξη τέτοιου είδους σχολών στην πρωτεύουσα του κράτους συνέβαλε στην αίγλη της Κωνσταντινουπόλεως. Η φήμη των σχολών αυτών καθιστούσε την Πόλη πνευματική πρωτεύουσα. Η προσέλευση σπουδαστών από την Δύση, η ζήτηση που είχαν οι Ρωμηοί καθηγητές στην Ανατολή, προσέδιδαν ουσία στον όρο «οικουμενικός». Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε οικουμενική πνευματική πρωτεύουσα, γι' αυτό και δεν μπορούμε να μιλάμε για Σκοτεινούς Αιώνες στην Ρωμανία. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο εκδήλωσαν την φροντίδα τους για την εκπαίδευση οι Ρωμηοί αυτοκράτορες, υπήρξε υπόδειγμα για την ανάπτυξη ανάλογων πολιτικών στάσεων έναντι της παιδείας σε όλη την Ευρώπη. Κατά συνέπεια, το Πανεπιστήμιο ως θεσμός, όπως το γνωρίζουμε να λειτουργεί σήμερα, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

ΜΙΑ ΠΟΛΗ - ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ!

ΠΕΡΙ ΖΩΗΣ

ΜΙΑ ΠΟΛΗ - ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ!

Η πόλη βρίσκεται στην καρδιά της ερήμου και είναι γνωστή ανά τον κόσμο για τα περίφημα ksour, δηλαδή τους θολωτούς οικισμούς που είναι λαξευμένοι σε αμμώδεις σπηλιές. Λέγεται, μάλιστα, ότι πρόκειται για τις εγκαταλειμμένες κατοικίες των Βερβερίνων, οι οποίοι ήθελαν να ζουν απομονωμένοι, χωρίς να έχουν επαφή με τον έξω κόσμο.

Η Ταταουίν αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς τουρίστες, ενώ έγινε ευρέως γνωστή από την ταινία X-Files αλλά κυρίως όταν ο σκηνοθέτης George Lukas κινηματογράφισε διάφορες σκηνές από τον «Πόλεμο των Άστρων» στην ευρύτερη περιοχή.


vatopaidi.wordpress.com

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Πόντου ανακηρύχθηκε Άγιος - ΔΑΥΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Πόντου ανακηρύχθηκε Άγιος - ΔΑΥΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Ο τελευταίος αυτοκράτορας του Πόντου ανακηρύχθηκε Άγιος - ΔΑΥΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ Ο ΚΟΜΝΗΝΟΣ

Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας θεωρείται πλέον ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Δαυίδ Κομνηνός καθώς και τα παιδιά του, Βασίλειος, Γεώργιος και Μανουήλ μαζί με τον ανιψιό και διάδοχο του θρόνου του, Αλέξιο.

Την απόφαση της Αγιοκατατάξεως των νέων Αγίων της Εκκλησίας που πέθαναν μαρτυρικά στην Κωνσταντινούπολη το 1463, αποφάσισε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ύστερα από πρόταση του Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου.

Ο φάκελος κατατέθηκε από τον Μητροπολίτη στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία με τη σειρά της αφού έκρινε ότι συντρέχουν οι λόγοι, προώθησε τον φάκελο στο Φανάρι.

Σύμφωνα με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο εξέδωσε σχετική Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη, η μνήμη των νέων Αγίων θα τιμάται κάθε χρόνο την 1Η Νοεμβρίου, ημέρα κατά την ιστορία μαρτύρησαν.

Διαβάστε τα ιστορικά γεγονότα και το τέλος των νέων πλέον Αγίων της Εκκλησίας μας, όπως το έδωσε στη δημοσιότητα η Μητρόπολη Δράμας:

ΔΑΒΙΔ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ 
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ 
ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ

15 Αὐγούστου 1461. Ὁ Μωάμεθ ὁ πορθητής μετά ἀπό σκληρή πολιορκία καταλαμβάνει τήν πρωτεύουσα τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν, τήν Τραπεζούντα. Ἡ ὕστατη ἰσχυρή ἔπαλξη τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Ἀνατολή ἔπαψε νά φωτίζει. Ἡ αὐτοκρατορία ἐσβέσθη καί ἡ κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις.

Ὁ Ἑλληνισμός τοῦ Πόντου ἔζησε δύσκολες καί κρίσιμες στιγμές. Πολλές φορές αἰσθάνθηκε τήν ἀνάσα τοῦ θανάτου. Καί αὐτός ὅμως ὁ θάνατος στό προπύργιο αὐτό τοῦ ἑλληνισμοῦ, πού ὀνομάζεται Πόντος, δέν ἀντίκρυσε τίποτε ἄλλο παρά ψυχές ὄρθιες καί ἀκατάβλητη ἀπόφαση.

Ὁ τελευταῖος αὐτοκράτορας Δαβίδ, ὁ Μέγας Κομνηνός, ὅμηρος στά χέρια τοῦ πορθητή μαζί μέ τά τρία του παιδιά καί τόν ἀνεψιό του καί διάδοχο Ἀλέξιο τόν Ε΄ ἐκτοπίζεται στήν Ἀδριανούπολη. Ἡ σωτηρία τῆς Τραπεζούντας εἶναι ἀσφαλῶς ἀδύνατη.

Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ ἀγριότητα τῆς ἅλωσης ὑπῆρξε μικρότερη λόγω τῆς συνθηκολογήσεως. Συνήθεια ὑπάρχει γιά κάθε καταστροφή νά ρίχνονται οἱ εὐθύνες μόνο στούς ἡγήτορες.

Τά πραγματικά ὅμως αἴτια ἐνυπάρχουν σέ σύνθετες καταστάσεις καί ἡ νηφάλια διάγνωση παραθεωρεῖται. Αὐτός πού ἔχει τήν ἀτυχία νά κυβερνᾶ τίς τελευταῖες αὐτές ὧρες καί νά ὑφίσταται τούς κλονισμούς τῆς καταστροφῆς, αὐτός εἶναι καί ὁ ἐκ τοῦ προχείρου ὑπεύθυνος, ὁ ἄνανδρος, ὁ προδότης. Τέτοιο διπλό θῦμα ὑπῆρξε καί ὁ αὐτοκράτορας Δαβίδ.

Ἐδῶ πρέπει νά τονίσουμε ὅτι πάρα πολλοί ἦσαν ἐκεῖνοι πού θεωροῦσαν τήν ἀντίσταση μάταιη καί ἐπίεζαν γιά τή λύση τῆς συνθηκολογήσεως ἐλπίζοντας ὅτι θά ἐμετριάζετο τό κακό καί ἡ ὀργή τοῦ πορθητοῦ. Ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἐνδιαφέρει τό τέλος τοῦ αὐτοκράτορα.

Τό ἀνώνυμο συναξάριο τοῦ γένους μέ λιτές γραμμές ἀναφέρεται στό μαρτυρικό του τέλος.

«Κατά τήν 26ην τοῦ μηνός Μαρτίου τῆς ΙΑ΄ Ἰνδικτιῶνος τοῦ 1463 ἔτους, ἡμέρα Σαββάτω, πικροτάτη, ὥρα γ΄ ἐκρατήθη ὁ Ἅγιος ἡμῶν Αὐθέντης καί Βασιλεύς Τραπεζοῦντος κύριος Δαβίδ ὁ Μέγας Κομνηνός ἐν Ἀνδριανουπόλει καθειρχθείς σύν ἁλύσεσι ἐν τῷ Πύργῳ ».1

«Ἐν δέ τῇ πρώτῃ Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή καί ὥρα τετάρτη τῆς νυκτός ἐτελειώθη τῷ ξίφει ὁ αὐτός σύν ἅμα τοῖς τρισίν αὐτοῦ υἱοῖς καί τῷ ἀνεψιῷ, τῷ 1463 ἰνδικτιῶνος ΙΒ΄ ἐν Κωνσταντινουπόλει».2

Οἱ παραπάνω συναξαριακές σημειώσεις βρίσκονται σέ μεμβράνινο χειρόγραφο εὐαγγελιστάριο τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου στή νῆσο Χάλκη. Τώρα τό χειρόγραφο μέ τίς ἐνθυμίσεις βρίσκεται στό σκευοφυλάκειο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Ὅταν ὁ Δαβίδ παρουσιάσθηκε στόν Μωάμεθ αὐτός τοῦ πρότεινε ἕνα ἀπό τά δυό, ἤ νά μείνει ζωντανός ἐφόσον ἀπαρνηθεῖ τήν πίστη του ἤ νά θανατωθοῦν αὐτός καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Ἀπό τήν τρομερή αὐτή πρόταση ὁ Δαβίδ διάλεξε τή δεύτερη λύση λέγοντας μέ παρρησία στόν Μωάμεθ ὅτι : «Κανένα μαρτύριο δέν πρόκειται νά μέ φέρει στό σημεῖο ν’ ἀπαρνηθῶ τήν πίστη τῶν πατέρων μου».3 Ἔτσι πέρασε ὁ Δαβίδ στήν αἰωνιότητα ἀνταλλάσσοντας τή βασιλική ἁλουργίδα μέ τό φωτοστέφανο τοῦ μάρτυρα.

Ὅλοι ὅσοι ἀσχολήθηκαν μέ τό τραγικό τέλος τῆς Τραπεζουντιακῆς αὐτοκρατορίας κατατάσσουν τόν Δαβίδ στή χορεία τῶν μαρτύρων, ἐκφράζοντας τήν κοινή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

Ὁ Σάββας Ἰωαννίδης στό ἔργο του «Ἱστορία καί στατιστική Τραπεζοῦντος» γράφει: «Καί ὁ Ἑλληνισμός, πρός τιμή του, ἔχει νά ἐπιδείξει δυό αὐτοκράτορες, ἕναν νά πεθαίνει μέ γενναιότητα πολεμώντας γιά τήν πατρίδα, τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, καί ἕναν νά μαρτυρεῖ γιά τήν πίστη του. Δηλαδή τόν τελευταῖο αὐτοκράτορα τῆς Τραπεζούντας Δαβίδ, τόν Μεγάλο Κομνηνό.

Καί ἔτσι καθώς δυό εἶναι τά στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς ὕπαρξης τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ, δηλαδή ἡ πίστη στήν πατρίδα καί ἡ θρησκεία, ἡ Θεία πρόνοια συνεισφέρει σ’ αὐτόν μέ τόν Κωνσταντῖνο ὡς ἔφορο καί ἥρωα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί μέ τόν Δαβίδ ὡς ἔφορο καί ἥρωα τοῦ χριστιανισμοῦ».4

«Ἀλλά καί μάρτυρες τῆς πίστης ἔγιναν πολλοί σέ πολλά μέρη, ἀκόμα καί σήμερα ἀνάμεσα στά ἀπρόσιτα χριστιανικά χωριά καί ἔχουν ὑποστεῖ μαρτυρικές διώξεις. Καί πρῶτος ἀπ’ ὅλους εἶναι δίκαιο νά μνημονευθεῖ ὁ τελευταῖος ἀπό τούς Μεγάλους Κομνηνούς, ὁ Δαβίδ, μαζί μέ τά παιδιά καί τούς συγγενεῖς του, πού προτίμησε τό μαρτυρικό θάνατο ἀντί νά ζήσει καί νά ἀπολαύσει τιμές, ὅπως ἔκαναν ἄλλοι πού εἴδαμε, οἱ ὁποῖοι ἐπιθύμησαν τά πρόσκαιρα ἀντίγιά τά αἰώνια καί τήν ἐφήμερη ἐκτίμηση ἀντί γι’ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους».5

Ὁ λόγιος ἀρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, ἡγούμενος τῆς ἱστορικῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου Βαζελῶνος στό περισπούδαστο ἔργο του «Ὁ Πόντος ἀνά τούς αἰῶνας», σχολιάζει ὡς ἑξῆς τό μαρτυρικό τέλος τοῦ αὐτοκράτορα: « .... καί μετά τινας μῆνας τίθεται ὠμῶς ἀντιμέτωπος τοῦ διλήμματος, ἤ νά ἐξομόση, ἤ νά σφαγῆ μετά τῶν τέκνων του. Προείλετο τό δεύτερον καί εἶδε σφαζομένους τούς υἱούς του καί τόν ἀνεψιόν του Ἀλέξιον καί μετ’ αὐτούς ἐσφάγη καί αὐτός ἐπί λόφου καλουμένου «Πέγιογλου» ὑπό τῶν Τούρκων, καί κειμένου ἀντίπεραν τοῦ λόφου ἐφ’ οὗ μαχόμενος ἔπεσε πρό δέκα ἐτῶν ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος. Καί οὕτω συνεπληρώθη τό μαρτύριον τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τῶν δυό αὐτοκρατόρων αὐτοῦ, τοῦ μέν πεσόντος ἐν μάχῃ ἀμύνης ὑπέρ ἐλευθερίας, τοῦ δέ σφαγέντος ἐν μαρτυρίᾳ ὑπέρ τῆς ἀληθείας».6

Ὁ ἐκλεκτός Πόντιος ἐπιστήμονας Ὀδυσσέας Λαμψίδης σχολιάζει: «Τραγικός ἥρως ὁ Δαβίδ, διά τοῦ θανάτου σφραγίζει τήν ἱστορίαν τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν. Ἡ μοῖρα δέν ἠθέλησε νά χορηγήση εἰς αὐτόν τόν θάνατον ἑνός πολεμιστοῦ, ἀλλά ὥρισεν εἰς αὐτόν τό τέλος ἑνός μάρτυρος «ξίφει τελειοῦται» ».7

Ἀπό τίς παραπάνω μαρτυρίες καί ἀπόψεις, ἀβίαστα συμπεραίνουμε ὅτι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ἕναν μάρτυρα στεφανωμένο καί δικαιωμένο ἀπό τόν δικαιοκρίτη Θεό, ἀδικημένο ὅμως ἀπό ὁλόκληρο τόν ἑλληνισμό, ἀφοῦ δέν προβάλλεται ἡ θυσία του καί δέν τιμᾶται τό μαρτύριό του.

Πολλοί εἶναι οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους δέν τιμήθηκε πρεπόντως ὁ μάρτυς Βασιλεύς. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι καί κληρονόμοι τῆς Τραπεζουντιακῆς αὐτοκρατορίας νά ἀναδείξουμε τήν κοινή συνείδηση περί τοῦ μαρτυρίου του ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, νά ἀποδώσουμε πρός αὐτόν τά ὀφειλόμενα ὡς υἱοί φιλοπάτορες καί νά ἐπαληθεύσουμε τήν χρυσοστομικήν ρῆσιν πού λέγει: «ὥσπερ γάρ τόν ἥλιον ἀμήχανον σβεσθῆναι, οὕτω καί τήν μνήμην τῶν μαρτύρων».8

Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης στό ἐπιστημονικό του ἔργο: «Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας» γράφει τά ἑξῆς γιά τό χρέος μας ἔναντι τῶν μαρτύρων πού βρίσκονται στήν ἀφάνεια χωρίς νά ἀποδίδονται σ’ αὐτούς οἱ νενομισμένες τιμές:

«Διά τοῦτο ἔχομεν καθῆκον ἱερόν νά ἀναστήσωμεν τούς νεκρούς ἐπί τῆς γῆς καί ζῶντας ἐν τοῖς οὐρανοῖς, νά ἀποδώσωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τήν δόξαν αὐτῆς καί τό κάλλος, τάς μορφάς καί τά ὀνόματα τῶν ἡρώων τῆς πίστεως, οἵτινες διά τοῦ αἵματος αὐτῶν, καί διά τοῦ βίου αὐτῶν ἐστερέωσαν τά θεμέλια αὐτῆς καί εἶναι μέρος τοῦ ἀκηράτου στεφάνου αὐτῆς, ἀδάμαντες ἐκπεσόντες ἐκ τοῦ πολυτίμου στέμματος, θησαυρός ἱερός τῆς ἡμετέρας πίστεως. Ἔχομεν ἱερόν καθῆκον νά ἀναζητήσωμεν καί εὕρωμεν τούς κρυπτομένους ἀπό τά νέφη ἀστέρας καί τοποθετήσωμεν εἰς τό ἡρῶον τῆς πίστεως.

Αἱ κατά ἀνατολάς Ἐκκλησίαι διά τάς περιπετείας αὐτῶν ἀπώλεσαν τόν ἴδιον αὐτῶν κώδικα καί τά δίπτυχα καί τάς περγαμηνάς αὐτῶν˙ διεσκορπίσθησαν εἰς τούς τέσσαρας ἀνέμους ὑπό τῆς λύσσης τῶν ἐχθρῶν καί ἠφανίσθησαν πολλά πολύτιμα τῆς κληρονομίας ἡμῶν μνημεῖα καί πειστήρια˙ ἐναπέμειναν ὅθεν γεραρά λείψανα καί ταῦτα ἀπόκεινται εἰς ἡμᾶς νά περισυλλέξωμεν μετ’ εὐλαβείας».9

Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς ἐκκλησίας τόν πρῶτο λόγο στήν ἀναγνώριση ἑνός ἁγίου ἔχει τό πλήρωμα τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Ἡ αὐθόρμητη ἀναγνώριση ἀπό τήν συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι καθοριστικός παράγων. Εἰδικά γιά τήν τιμή στούς μάρτυρας ὁ πολυγραφώτατος Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ: «τῶν μαρτύρων τά λείψανα προσκυνοῦνται ὡς ἅγια καί χωρίς θαυμάτων καί εὐωδίας, μέ τό νά γίνεται φανερόν εἰς ὅλους διά τῆς ἐμπράκτου ἀποδείξεως τοῦ μαρτυρίου, ἡ εἰς Θεόν τελεία πίστις καί τελεία ἀγάπη αὐτῶν».10

Καί ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος παρατηρεῖ τά ἑξῆς: «.... ἤ πού ἠκούσθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οἱ Θεῖοι Μάρτυρες νά καρτεροῦν τήν ἐπίγειον κρίσιν νά κυρώση τό μαρτύριόν τους, καί νά βεβαιώση ἐκείνους, ὅπου ἤδη ἐσφράγισαν τό τέλος τους μέ τήν ὁμολογίαν τῆς θείας πίστεως, καί τούς ὁποίους εὐθύς ἐν τῷ ἅμα ὁ ἀγωνοθέτης Χριστός ἄνωθεν ἐστεφάνωσεν;

Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἑορτή, παρά μακαρισμός καί δόξα καί τιμή, καί νά προβάλλωμεν εἰς τόν Θεόν πρέσβυν καί μεσίτην τόν ἑορταζόμενον, διά νά λαμβάνωμεν δι’ αὐτοῦ παρά Θεοῦ τῶν ψυχικῶν μας παθῶν τήν ἴασιν; Εἶναι ἄλλο τίποτας ἡ ἑορτή παρά ταῦτα; Ἔπειτα.... δέν ἤκουσαν ποτέ τους, πώς εὐθύς ὁπού πέση εἰς τήν γῆν ἡ κεφαλή τοῦ Μάρτυρος, οἱ παρόντες Χριστιανοί ἀπό ψυχῆς καί καρδίας χαίροντες, καί τόν Θεόν δοξάζουσι καί τόν Μάρτυρα μακαρίζουσι».11

Ὁ Βασιλεύς Δαβίδ θυσίασε πρόθυμα τά πάντα, Πατρίδα, γένος, ὕπαρξη, οἰκογένεια, γιά τήν ἀγάπη τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως Χριστοῦ. Εἶναι ἡ καλή ἀπαρχή τῶν Νεομαρτύρων τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Γι’ αὐτό δέν πρέπει ἡ λήθη νά καλύψει μέ τό σιωπηλό της πέπλο τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τῆς Τραπεζοῦντος Δαβίδ γιά πολλούς σοβαρούς λόγους, πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἐθνική μας, τήν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας καί τό μέλλον μας στό ἱστορικό γίγνεσθαι.

Πρέπει νά τιμοῦμε τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του ἀποδεικνύοντας σέ ὅλους ἐκείνους, πού ἴσως συνέφερε νά παραδοθεῖ στήν ἀφάνεια τό πρόσωπο αὐτό καί τό μαρτυρικό του τέλος, ὅτι τά παιδιά τῶν ξεριζωμένων, ὅσο περνοῦν τά χρόνια, ὄχι μόνο δέν ξεχνοῦν˙ ἀλλά περισσότερο μέ ἱερό δέος ἐγκύπτουν στήν προγονική ἱστορία, τή σπουδάζουν καί ἀντλοῦν διδάγματα, ἀξίες καί δύναμη καί προχωροῦν καί διαπλέουν σ’ ὅλον τόν κόσμο μέ τήν «Ἀργώ» πού δέν σταμάτησε τό ταξίδι της.

Τά παιδιά τῶν ποντίων δέν ξεχνοῦν, διότι ἠχεῖ μέσα τούς ἡ φωνή τῶν Πατέρων τους, ὅπως τήν διασάλπισε ὁ ἀείμνηστος Λεωνίδας Ἰασωνίδης: «Ξηρανθήτω ἡμῖν ὁ λάρυγξ, ἐάν ἐπιλαθόμεθά σου ὦ πάτριος ποντία γῆ».

------------------------------------------------------------------------------------------
1 Μητροπολίτου Τραπεζοῦντος Χρυσάνθου, «Ἡ ἐκκλησία Τραπεζοῦντος», Ἀθῆναι 1933, σ. 521.
2 ὅ.π., σ. 522 (Σκευοφυλάκειο Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀριθμ. 8, φύλ. 294α).
3 WEISZ WELTGESCHICTE – GRAZ LEIPZIG 1892 VII 117.
4 Σάββα Ἰωαννίδη,«Ἱστορία καί στατιστική τῆς Τραπεζοῦντος», Θεσσαλονίκη 1988, σ. 95 (Α΄ ἔκδοσις Κωνσταντινούπολις 1870).
5 ὅ.π., σ. 124.
6 Ἀρχιμ. Παναρέτου Τοπαλίδου, «Ὁ Πόντος ἀνά τούς αἰῶνας», Δράμα 1929, σ. 63-64.
7 Ἀρχεῖον Πόντου, Ἀθῆναι 1961, τόμος 24, σ. 28.
8 Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἰς τόν Ἅγιον Ἱερομάρτυρα Φωκᾶ, MIGNE, P.G. 50,699.
9 Σωφρονίου Εὐστρατιάδου, Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, «Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας», Ἀθῆναι 1995, σ. ιε΄.
10 Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Νέον Μαρτυρολόγιον», Ἀθῆναι 1961, σ. 24.
11 Π.Β.Πάσχου, «Ἐν ἀσκήσει καί μαρτυρίῳ», Ἀθῆναι 1996, (Ἀθανασίου Παρίου περί νεομαρτύρων), σ. 81-82.
Πηγή: Δόγμα

Ο νέος που καταράστηκε το Θεό - και έγινε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ!

Ο νέος που καταράστηκε το Θεό - και έγινε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ!


Ο νέος που καταράστηκε το Θεό -
και έγινε ο π. Σεραφείμ Ρόουζ!

 "Η Άλισον υπήρξε μάρτυρας σε περιστατικά που έδειχναν πώς ο Ευγένιος "τρελαινόταν" και προσπαθούσε να «σπάσει τα δεσμά» χωρίς να ξέρει πραγματικά πώς να τα καταφέρει.

Θυμάται εκείνο το βράδυ, όταν έφτασε στο αποκορύφωμα της η διαμάχη του Ευγένιου και του Τζών για το Θεό. Ο Τζών, ο Ευγένιος, η Άλισον και μερικοί άλλοι είχαν πάει βόλτα στην βουνοκορφή Μάουντ Μπόλντυ (ήταν άλλο ένα μέρος συνάντησης της παρέας).
Τότε λοιπόν όλοι μέθυσαν με κρασί, εκτός από την Άλισον. Θυμάται: "Ο Τζών φώναζε και κομπορρημονούσε, λέγοντας ότι έπρεπε να εγκαταλείψει τις γυναίκες για το Θεό και ο Ευγένιος είχε αηδιάσει με όλη αυτή την σκηνή".

Τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο. Ο Ευγένιος σηκώθηκε πάνω κι άρχισε να ουρλιάζει στο Τζών:

"Δεν υπάρχει Θεός! Ο Θεός σου είναι μύθος! Αν υπήρχε Θεός, δεν θα τυραννούσε τους πιστούς του. Εσύ πιστεύεις ότι ο Θεός διασκεδάζει μπήγοντας καρφίτσες στους ανθρώπους. Τέτοιος Θεός δεν υπάρχει!"

[πράγματι, τέτοιος Θεός δεν υπάρχει. Ο Χριστός ΔΕΝ είναι καθόλου τέτοιος Θεός].

Μέσα στην μεθυσμένη του οργή ο Ευγένιος έχυσε λίγο κρασί στο κεφάλι του Τζών, λέγοντας: "Είμαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής!" 
Έπειτα σηκώνοντας τη γροθιά του στον ουρανό εκεί στην κορυφή του βουνού, καταράστηκε το Θεό και Τον προκάλεσε να τον καταδικάσει στην κόλαση. "Βλέπεις, τίποτα δεν έγινε!" ούρλιαξε κοιτάζοντας με αγριεμένα μάτια την αναστατωμένη Άλισον.
 

Οι άλλοι το πέρασαν για αστείο, η Άλισον όμως μπορούσε να δει στα μάτια του Ευγένιου τη φρικτή του πάλη με το Θεό.
Μέσα στην απελπισία του, έμοιαζε να πιστεύει ότι άξιζε να καταδικαστεί για πάντα απ' την οργή του Θεού, αρκεί να μπορούσε εμπειρικά να βεβαιωθεί ότι ο Θεός πράγματι υπήρχε, αντί να παραμένει σε μια στάσιμη κατάσταση αδιαφορίας.
 

Αν ο Θεός τον καταδίκαζε να πάει στην κόλαση, τότε για μια τουλάχιστον ευτυχισμένη στιγμή, θα ένιωθε το άγγιγμα του Θεού και θα γνώριζε με βεβαιότητα ότι Εκείνος προσεγγίζεται." [...]

Είναι μεγάλο πράγμα κανείς, να μπορέσει να διακρίνει μέσα από αυτό το γεγονός, το πάθος με το οποίο η ψυχή του π. Σεραφείμ Ρόουζ, που τότε λεγόταν Ευγένιος, αναζητούσε το Θεό. 


 Η επιθυμία του Ρόουζ, να βρει τον Θεό, μην μπορώντας να εκπληρωθεί, ήταν ουσιαστικά αυτή, η οποία τον έκανε να τον πολεμάει.

Με την επιθυμία αυτή λοιπόν της ψυχής ο Θεός τελικά εμφανίστηκε στον π. Σεραφείμ παρουσιάζοντας του την χάρη του. 


Σε έναν άνθρωπο που όπως βλέπουμε αργότερα μέσα στο βιβλίο πέρασε από την επίγεια κόλαση, η χάρις του Θεού αποκαλύπτεται, γιατί ο Θεός βλέπει την πρόθεση της καρδίας μας και για αυτό τελικά μας αποκαλύπτεται.

Το συναρπαστικό και σύντομο ταξίδι ζωής του π. Σεραφείμ Ρόουζ πέρασε μέσα από τις συμπληγάδες του αμερικανικού ονείρου των δεκαετιών 60-70, ξεπέρασε την απελπισία του μηδενισμού της εποχής του και με τη Χάρη του Θεού, οδηγήθηκε στην Αλήθεια που τόσο διακαώς αναζητούσε η ευγενική και ασυμβίβαστη ψυχή του.

Ο π. Σεραφείμ βρήκε την Αλήθεια στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού· και αφιερώθηκε σ Αυτόν.



Άφησε τα πάντα για να Τον ακολουθήσει -οικογένεια, υλικές ανέσεις, μια λαμπρή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία.

Αυτός, ένας Αμερικανός πρώην προτεστάντης, άλλαξε πίστη, τόπο και όνομα, έγινε Ορθόδοξος στη Ρωσική Εκκλησία του Εξωτερικού, ύστερα μοναχός κι έφθασε μέχρι τις εσχατιές της Αμερικανικής ηπείρου.
Μαζί με κάποιο νέο Ρώσο Ορθόδοξο, δημιούργησε στα απάτητα βουνά της Βόρειας Καλιφόρνια ένα μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Γερμανό της Αλάσκας, τον πρώτο άγιο της Αμερικανικής ηπείρου.


 Εκεί ασκήθηκε ως μοναχός και αγωνίστηκε με το πλούσιο συγγραφικό έργο του να μεταλαμπαδεύσει την αρχαία πνευματική παράδοση των Πατέρων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο λόγος του π. Σεραφείμ αφυπνίζει μέχρι σήμερα, που δε ζει πλέον, δεκάδες χιλιάδες συνειδήσεις ομοεθνών του Αμερικανών, αλλά και Ρώσων και πολλών άλλων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο... [...] 


Απόσπασμα από το βιβλίο "π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του"

πηγή: ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ